Αρθρογραφεί για την πολιτική επικαιρότητα στον ελληνικό και ξένο Τύπο. Είναι δημοσιογράφος; Αναρωτήθηκα. Φωτογραφίζει και σκηνοθετεί ταινίες. Είναι (και) σκηνοθέτης; Είναι σίγουρα καθηγητής πανεπιστημίου σε πανεπιστήμιο της Μ. Βρετανίας όπου και ζει. Κυρίως, όμως, είναι γνωστός στα social media χάρη στον τρόπο που αναλύει σε βάθος θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη. Θα μπορούσες επομένως να τον πεις και influencer.
“Εσύ, τι απ’ όλα από αυτά πιστεύεις ότι είσαι;”, τον ρώτησα. “Πολιτικός Επιστήμονας”, μου είπε. “Και τι ήθελες βαθιά μέσα σου να είσαι;”, συμπλήρωσα. “Όλα όσα κάνω”, μου είπε.
Παρά πάντως την ανομοιογένεια στις δραστηριότητές του, ο Ρωμανός Γεροδήμος έχει πυξίδα και αυτή φαίνεται να τον οδηγεί. Θα διαπιστώσεις ποια είναι αυτή, διαβάζοντας παρακάτω.
Ασχολείσαι με πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Διδάσκεις σε πανεπιστήμιο, αρθρογραφείς, γράφεις βιβλία, κάνεις ομιλίες, σκηνοθετείς… Ποιο πιστεύεις ότι είναι το κλειδί για να μπορέσει κάποιος να κάνει διαφορετικά πράγματα καλά έως άριστα, αντί να ανακατεύεται σε όλα αλλά με μέτριο αποτέλεσμα;
Καταρχάς, να σημειώσω ότι δε λειτουργώ με βάση κάποιο master plan. Εννοώ ότι δεν έχω ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ότι «πρώτα θα κάνω μια έρευνα, μετά θα κάνω μια ταινία μικρού μήκους, μετά ένα βιβλίο» κ.ο.κ. Για την ακρίβεια αποφεύγω (ή σε κάθε περίπτωση δεν μου είναι εύκολο) να έχω συγκεκριμένα σχέδια, όνειρα ή φιλοδοξίες για αυτές τις δραστηριότητες. Έτσι, τα πάντα θα κατέληγαν αγγαρεία ή «δουλειά» (με την κακή έννοια). Εκτός αυτού, απλώς δε λειτουργώ έτσι. Λειτουργώ περισσότερο με βάση το ένστικτο και την επιθυμία της στιγμής.
Μπορεί να ξέρω γενικά ότι κάποια στιγμή θα μου άρεσε πολύ να γράψω ένα σενάριο ή να βγάλω ένα βιβλίο ή ξέρω ότι μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, η φωτογραφία κ.ο.κ. Αλλά δεν αποφασίζω με τι θα ασχοληθώ κάθε φορά με βάση το μέσο. Λειτουργώ με βάση αυτά που θέλω να πω.
Παρά την επιφανειακή ανομοιογένεια των δραστηριοτήτων μου – διδασκαλία, έρευνα, αρθρογραφία, ταινίες, βιβλία κ.ο.κ. – η ουσία της δουλειάς μου έχει συνοχή. Αφορά τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία και τον κόσμο του, με τις παγκόσμιες προκλήσεις και το πώς αλλάζει ο κόσμος στον οποίο ζούμε, με τις δομικές αλλαγές (ή συνέχειες) που παρατηρούμε στο πώς επικοινωνούμε και «εμπλεκόμαστε» με τον χώρο, τον χρόνο και τους άλλους, με την αναζήτηση της ταυτότητας και της ευτυχίας σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και αστάθειας, με τον ρόλο της ισχύος στην οργάνωση των κοινωνιών. Αυτή είναι η ουσία του προβληματισμού μου. Απλώς κάθε φορά ψάχνω το κατάλληλο μέσο για να επεξεργαστώ, να αναπτύξω ή να εκφράσω κάποιες σκέψεις και να προσπαθήσω να εμπλέξω τους άλλους σε αυτούς τους προβληματισμούς.
Μήπως αυτή η εναλλαγή κεντρίζει το ενδιαφέρον σου, ώστε να μην εγκλωβίζεσαι στην εργασιακή ρουτίνα;
Είναι αλήθεια ότι βαριέμαι εύκολα. Ότι δε θέλω να κάνω το ίδιο πράγμα πολλές φορές. Ότι, όταν νιώσω ότι κατέχω ή ότι έμαθα κάτι, θέλω να πάω λίγο παραδίπλα ή παρακάτω, να το προχωρήσω με λίγο διαφορετικό τρόπο. Αυτό το «εγωιστικό», κάπως καταναλωτικό, κομμάτι της ζωής είναι εξίσου σημαντικό με την ανάγκη παραγωγής ή προσφοράς, αλλά δε θεωρώ ότι αυτά τα δύο είναι ανταγωνιστικά ή αμοιβαίως αποκλειόμενα: όταν σταματάς να μαθαίνεις, ουσιαστικά δεν έχεις τίποτα καινούργιο να δώσεις. Οπότε αφηγούμενος το δικό μου «ταξίδι», το δικό μου learning curve, είτε μιλάμε για την ουσία της ανάλυσης κοινωνικών φαινομένων, είτε για τη διαδικασία παραγωγής μιας έρευνας ή μιας ταινίας, είτε για την ίδια τη διαδικασία της ζωής, ευελπιστώ ότι μπορώ να επικοινωνήσω και με τους άλλους.
Δεν πιστεύεις ότι είναι καλύτερα να συγκεντρώνεται κάποιος σε ένα μόνο πεδίο στο οποίο μπορεί να γίνει εξαιρετικά καλός;
Σαφώς ισχύει αυτό σε έναν βαθμό και για πολλούς ανθρώπους. Κάποιοι προτιμούν να επικεντρώνονται σε ένα αντικείμενο και να το εξαντλούν∙ και εννοείται ότι χρειαζόμαστε τέτοιους ανθρώπους. Ωστόσο, έχοντας κατα καιρούς εμβαθύνει σε παραπλήσια αλλά διαφορετικά πεδία – απ’ τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική θεωρία μέχρι την πολιτική ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την επικοινωνία – αντιλαμβάνομαι ότι το κάθε πεδίο, η κάθε «τέχνη» είναι ένας φακός μέσα απ’ τον οποίον βλέπεις μια (ίσως μοναδική) πτυχή της αλήθειας. Δεν παύει όμως να είναι μία πτυχή αυτή και ο φακός αυτός να είναι φίλτρο το οποίο, ενδεχομένως, υπερτονίζει κάποιες ερμηνείες ή εξηγήσεις αντί κάποιων άλλων. Τα επιμέρους πεδία συνήθως, ειδικά μετά από κάποιο διάστημα, αποκτούν έναν οπαδικό φανατισμό και μία κοινοτική λογική χωριού που δε μου ταιριάζουν καθόλου. Αντιλαμβάνομαι απολύτως τη λειτουργική ανάγκη αυτών των πραγμάτων: όλα αυτά τα επιστημονικά πεδία, όλες αυτές οι τέχνες συναγωνίζονται για να βρουν ή να αναπαραστήσουν την αλήθεια, αλλά από ένα σημείο και μετά, όταν περιχαρακώνεσαι σε αυτά που ήδη γνωρίζεις, χάνεις την αλήθεια∙ η αλήθεια βρίσκεται και στο Άλλο, και είναι σημαντικό να αμφισβητείς την πρακτική σου και τη θεωρία σου, να χτίζεις γέφυρες με άλλα πεδία, να είσαι σε έναν διαρκή διάλογο. Ίσως όμως όλα αυτά να ακούγονται υπερβολικά θεωρητικά. Η ερώτησή σου ήταν αρκετά πρακτική και για να γυρίσω σ’ αυτήν, ναι μεν, το να κάνεις κάτι πολύ καλά απαιτεί εξάσκηση, πείρα, «ώρες πτήσης» αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί: το αν είσαι καλός σε κάτι εντέλει εξαρτάται απ’ το πόσο προετοιμασμένος είσαι να αμφισβητήσεις αυτά που πιστεύεις ή νομίζεις ότι ξέρεις, δηλαδή να δοκιμάσεις τα όριά σου και τα όρια αυτού που κάνεις ή σκέφτεσαι, να προσπαθείς δηλαδή συνέχεια να εμβαθύνεις.
Είσαι πολύ ενεργός στο θέμα της ενημέρωσης και η επιρροή σου είναι αισθητή σε επίπεδο διάδοσης πληροφορίας και άποψης. Θεωρείς τον εαυτό σου δημοσιογράφο;
Όχι, δε θα τολμούσα να θεωρήσω τον εαυτό μου δημοσιογράφο. Διδάσκω δημοσιογραφία, αρθρογραφώ σε εφημερίδες, έχω κάνει project ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά δεν είναι αυτό το επάγγελμά μου. Είμαι λίγο παλιομοδίτης σε αυτό, δεν πιστεύω στο «ότι δηλώσεις είσαι». Πιστεύω ότι κάτι πρέπει να το κατακτήσεις ολοκληρωτικά και να γίνεις αποδεκτός στον τομέα αυτό από άλλους, για να πεις ότι είσαι αυτό το πράγμα. Έχω κάνει ταινίες μικρού μήκους, αλλά δε θεωρώ (ακόμη) τον εαυτό μου σκηνοθέτη. Έχω βγάλει άπειρες φωτογραφίες, έχω εκθέσει φωτογραφίες, αλλά δε θεωρώ (ακόμη) τον εαυτό μου φωτογράφο. Μετά από εκατοντάδες κείμενα όλων των ειδών (από επιστημονικές μελέτες μέχρι σενάρια ταινιών μικρού μήκους) μόλις και μετά βίας αρχίζω να αποκαλώ τον εαυτό μου «συγγραφέα» κι αυτό με μια δόση ντροπής.
Διαπιστώνω, όμως, ότι σκέφτεσαι σαν δημοσιογράφος… Άρα, σε ελκύει η δημοσιογραφία…
Ναι, η δημοσιογραφία είναι στο αίμα μου. Καταναλώνω μανιακά ειδήσεις, πολιτική και διεθνή επικαιρότητα από 5 χρονών. Έχω πολύ ιδιαίτερη σχέση με την επικαιρότητα και θεωρώ τη (σοβαρή, επαγγελματική) δημοσιογραφία πυλώνα της δημοκρατίας και της ευημερίας. Σε καθεστώς μαζικής δημοκρατίας η καλή δημοσιογραφία είναι το μόνο πράγμα που μας χωρίζει απ’ την τυραννία και τον ολοκληρωτισμό. Οι δημοσιογράφοι έχουν ευθύνη και χρέος να μας φέρνουν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, με τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να είσαι μέλος μιας κοινότητας και να μη σε νοιάζει το ποιοι, γιατί και πώς λαμβάνουν αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή σου∙ που αποφασίζουν αν ζεις ή αν πεθαίνεις και το πώς ζεις και πεθαίνεις. Πρέπει, είτε να έχεις φτάσει σε καταπληκτικά επίπεδα ζεν αταραξία��, είτε να είσαι άβουλο έρμαιο των ανέμων, για να μην έχεις τη στοιχειώδη περιέργεια να μάθεις πέντε πράγματα για τον κόσμο γύρω σου και να προσπαθήσεις να διασφαλίσεις τα συμφέροντά σου και να υπηρετήσεις τις αξίες σου. Η δημοσιογραφία είναι αυτό που συνδέει το άτομο με την κοινωνία και τον κόσμο του. Χωρίς καλή δημοσιογραφία δεν υπάρχει οργανωμένη κοινωνία.
Μου αρέσει η απάντηση σου. Είναι προφανές ότι σου αρέσει το γράψιμο. Γιατί; Το χρησιμοποιείς μεταξύ άλλων και ως μέσο χαλάρωσης εκτός από μέσο έκφρασης;
Το γράψιμο είναι οξυγόνο για μένα. Εάν δεν μπορούσα να γράψω, θα ένιωθα ότι πνίγομαι. Δε θα έλεγα ότι είναι μέσο χαλάρωσης∙ το να καταγράψεις ή εκφράσεις αυτό που θέλεις είναι συχνά μια πολύ επίπονη αλλά λυτρωτική διαδικασία και δε νιώθεις καλά παρά μόνο αφού έχεις τελειώσει. Είναι όμως σίγουρα μια θεραπευτική διαδικασία. Η προώθηση των απόψεων είναι φυσικό αποτέλεσμα του να νοιάζεσαι για κάτι και του να θέλεις να το μοιραστείς με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων.
Το αν είσαι καλός σε κάτι εντέλει εξαρτάται απ’ το πόσο προετοιμασμένος είσαι να αμφισβητήσεις αυτά που πιστεύεις ή νομίζεις ότι ξέρεις, δηλαδή να δοκιμάσεις τα όριά σου.
Θεωρείς ότι η εργασία μπορεί μεταξύ άλλων να αποτελέσει θεραπεία στη ζωή ενός ανθρώπου; Για παράδειγμα, σε στιγμές προσωπικής κρίσης η δουλειά μπορεί να γίνει το καταφύγιό μας… έτσι δεν είναι;
Ναι, αυτό ισχύει σε ένα βαθμό. Η εργασία – όταν φυσικά κάνεις κάτι το οποίο έχεις επιλέξει, κάτι που θεωρείς ότι έχει νόημα και σημασία, κάτι που σου επιτρέπει να μαθαίνεις και να εκφράζεσαι ή να δημιουργείς ή να βοηθάς άλλους ή να συνεισφέρεις στο κοινωνικό σύνολο – μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για ένα διάστημα. Και υπάρχει μια σταθερότητα στην εργασία, μία εγγύηση, ότι, αν ξέρεις να κάνεις κάτι καλά, τότε, εφόσον επενδύσεις χρόνο και κόπο, συνήθως, αργά ή γρήγορα, θα δεις ένα απτό αποτέλεσμα. Και είναι σημαντικό πράγμα να νιώθεις ότι παράγεις κάτι (οτιδήποτε) στο οποίο οι άλλοι (οι οποιοιδήποτε άλλοι, είτε είναι μια ολόκληρη κοινωνία, είτε είναι το πιο αδύναμο και περιθωριοποιημένο άτομο) δίνουν αξία.
Μπορεί όμως να γίνει και αρρώστια. Κρίσεις πανικού, εργασιακό στρες, σωματοποίηση του άγχους και φυσικά το περίφημο burn out. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Το πιστεύεις αυτό;
Ναι, φυσικά. Πιστεύω πολύ στην ισορροπία και το μέτρο. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά μια ζωή χωρίς να λυγίσουν ή να πάθουν burnout. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει μακροπρόθεσμα, αν δε θέσεις όρια, αν δεν έχεις καθαρό μυαλό να γνωρίζεις τις αντοχές σου και εάν δεν έχεις τον εγωισμό (δηλ. τον αυτοσεβασμό) να μπορείς να πεις ‘όχι’, να θέσεις όρια στο κατά πόσο θα επενδύσεις συναισθηματικά σε κάτι, και να θέσεις προτεραιότητες.
Να προσθέσω, βέβαια, ταυτόχρονα ότι, αν θέλεις να είσαι ο καλύτερος σε αυτό που κάνεις, αν θέλεις να δημιουργήσεις κάτι πραγματικά ουσιαστικό, σημαντικό ή άριστο, αυτό θα έχει κόστος. Όσο πιο καλό ή ουσιαστικό είναι αυτό που δημιουργείς, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος. Αυτό το έχω ζήσει και ο ίδιος και το έχω δει και σε άλλους, αρκετά χρόνια τώρα, για να ξέρω ότι είναι η πραγματικότητα. Δεν υπάρχει εύκολος ή ανώδυνος τρόπος να κάνεις οτιδήποτε που έχει πραγματικά σημαντική αξία για το πεδίο σου. Και δεν υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάνει ποτέ σημαντικά πράγματα και, που όσο δημιουργούσαν αυτά τα σημαντικά αυτά πράγματα, είχαν πνευματική ισορροπία ή καλή ποιότητα ζωής ή work-life balance και ήταν ταυτόχρονα καλοί γονείς, φίλοι κλπ. Αυτά δε γίνονται και πραγματικά εξοργίζομαι όταν προβάλλονται τέτοια πρότυπα, επειδή απλώς στρώνουν τον δρόμο της δυστυχίας και της απογοήτευσης πολλών άλλων ανθρώπων. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να θυσιάζεις πάντα τη ζωή σου ή την πνευματική σου υγεία ή τους ανθρώπους σου για τη δουλειά∙ και σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι, αν έχεις ισορροπία και είσαι καλός γονιός ή φίλος, δεν μπορείς να δημιουργήσεις αξιόλογα ή ουσιαστικά πράγματα.
Πιστεύεις, επομένως, ότι το work-life balance είναι δύσκολα επιτεύξιμος στόχος;
Κάποιες φορές ναι, κάποιες φορές όχι. Σίγουρα είναι ένας στόχος πρόκληση. Αυτό που είναι σημαντικό να καταλάβουμε είναι ότι υπάρχει μια δημιουργική «ζώνη» ή φάση στη ζωή μας, που κάποιο project θα απαιτήσει να του δοθείς για να μπορέσεις να φτάσεις στο βάθος και στο επίπεδο αριστείας στο οποίο αναφερθήκαμε πριν. Το πόσο συχνά θα μπαίνεις σε αυτή τη ζώνη ή το αν θα ζεις μονίμως σε αυτήν είναι θέμα ψυχικής υγείας αλλά και επιλογής. Και το να φτιάξεις και να διατηρήσεις μια υγιή, ασφαλή οικογένεια και ένα ζεστό, φιλόξενο σπίτι είναι έργα ζωής και θεωρώ ότι κακώς υπάρχει αυτή η εκστρατεία στιγματισμού των ανθρώπων (ανεξαρτήτως φύλου) που προτιμούν να αφιερωθούν στην οικογένεια και το σπίτι.
Έχω διαπιστώσει, πάντως, ότι έχεις γράψει πολλά για το burnout. Από τη θέση σου και έχοντας μελετήσει τα πράγματα, πώς πραγματικά πιστεύεις ότι θα εξελιχθεί αυτή η μάστιγα;
Το burnout όπως εξελίσσεται σήμερα ως μαζικό κοινωνικό φαινόμενο δεν μπορούμε να το δούμε ανεξάρτητα απ’ την ψηφιακή κουλτούρα στην οποία ολοένα και περισσότερο εμπλεκόμαστε. Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουμε την καθημερινότητά μας και ασκούμε τη δουλειά μας, αλλά και οι δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, μας κάνουν επιρρεπείς στο burnout.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών, επαγγελματικών, δημιουργικών, διαπροσωπικών και οργανωτικών δραστηριοτήτων μας πραγματοποιείται μέσα απ’ τις ίδιες μία ή δύο συσκευές ή οθόνες, για ένα και ολοένα μεγαλύτερο μέρος της μέρας, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει την επαφή με το φυσικό περιβάλλον και την επαφή με τους άλλους, την ψυχική και σωματική μας υγεία, την ποιότητα ζωής μας.
Για τη δουλειά γραφείου φαντάζομαι ότι μιλάς…
Και όχι μόνο. Δεν είμαστε σχεδιασμένοι για να λειτουργούμε ως μπαταρίες ενός τεράστιου ψηφιακού μάτριξ. Σε καμία περίπτωση δε θέλω να δαιμονοποιήσω την τεχνολογία – έχω επωφεληθεί από αυτήν όσο λίγοι∙ απλώς αναφέρομαι στο πώς σχεδιάζουμε την καθημερινότητα και τη δουλειά μας. Θέλω να ελπίζω ότι αυτές οι υπερβολές που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι μια περίοδος προσαρμογής και ότι καλοί designers και ειδικοί στο HCI (human-computer interaction) θα βρουν τρόπους να εντάξουν την τεχνολογία στην καθημερινότητά μας με πολύ πιο ομαλούς και βιώσιμους τρόπους. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι πλέον οι περισσότεροι νέοι ουσιαστικά δουλεύουν για τους εαυτούς τους, πρέπει να είναι καλοί στα πάντα, και είναι μέρος μιας ευέλικτης μεν, αλλά ανασφαλούς δε, οικονομίας (αυτό που λέμε gig economy), αυξάνει την πίεση και την αίσθηση ότι, αν δεν τα δώσεις όλα, δε θα επιβιώσεις∙ ότι δεν υπάρχει δίχτυ προστασίας∙ ότι ουσιαστικά οι ευρύτερες δομές του κοινωνικού κράτους που αναπτύχθηκαν τον 20ο αιώνα ακριβώς για να υποστηρίξουν τη βιώσιμη εργασία και ποιότητα ζωής καταρρέουν.
Πιστεύεις ότι πραγματικά μικρές αλλαγές και ένα πλάνο πρόληψης μπορεί να συντελέσουν στη μείωση του φαινομένου του burnout;
Πιστεύω ότι είναι δυνατόν να λάβει κάποιος πρακτικά μέτρα τα οποία μπορεί να συντελέσουν στην αποφυγή του burnout. Από το να περιορίσει το πότε ελέγχει email ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέχρι το να εντάξει τον διαλογισμό, τη φυσική άσκηση, την απόδραση στην καθημερινότητά του και (πολύ βασικό) τακτικές, πραγματικές διακοπές, δηλαδή πλήρη αποκοπή απ’ το επαγγελματικό, κοινωνικό και ψηφιακό περιβάλλον.
Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουμε την καθημερινότητά μας και ασκούμε τη δουλειά μας, αλλά και οι δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, μας κάνουν επιρρεπείς στο burnout.
Ωστόσο, ταυτόχρονα πιστεύω – και μιλώντας εντελώς ρεαλιστικά – ότι το να το κάνεις αυτό μόνος σου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι τριγύρω σου είναι ενταγμένοι σε αυτή την κουλτούρα είναι εξαιρετικά δύσκολο, απαιτεί υπέρβαση και κόστος. Χωρίς βαθύτερη «δουλειά», δηλαδή ψυχοθεραπεία και απόκτηση εσωτερικής γαλήνης, η όποια τέτοια προσπάθεια είναι πολύ δύσκολο να διαρκέσει, μια και φαινόμενα όπως το burnout είναι και συμπτώματα βαθύτερων ψυχικών κινήτρων, αξιακών επιλογών και τρόπου ζωής, τον οποίο έχουμε αφομοιώσει για δεκαετίες. Τέτοιες δομικές αλλαγές, όπως ο αναπροσανατολισμός των προτεραιοτήτων μας δε γίνονται απ’ τη μια μέρα στην άλλη.
Υπάρχει η γνώμη εκείνων που πιστεύουν ότι όσες αλλαγές και να κάνει ο εργαζόμενος τελικά το burnοut είναι θέμα κακής εργοδοσίας. Το πιστεύεις αυτό; Ότι όλο το πρόβλημα προκύπτει λόγω του υπερβολικού φόρτου εργασίας από τους εργοδότες;
Ο εργοδότης σαφώς έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Έχει την ευθύνη να δίνει στον εργαζόμενο ένα βιώσιμο πλάνο δουλειάς και αρμοδιοτήτων∙ έχει την ευθύνη να παρέχει στον εργαζόμενο μηχανισμούς επικοινωνίας, υποστήριξης, προσωπικής βελτίωσης∙ έχει την ευθύνη να προστατέψει τον εργαζόμενο από εργασιακούς κινδύνους, οι οποίοι μπορεί να είναι αφανείς, να αιωρούνται στην κουλτούρα του επαγγέλματος ή του οργανισμού σαν μικροσωματίδια. Σε τελική όμως ανάλυση, όσα και να κάνει ο εργοδότης, εάν για τον οποιονδήποτε λόγο ο εργαζόμενος δε φροντίζει τον ίδιο του τον εαυτό, τότε μπορεί να επέλθει burnout. Και, αντιστρόφως, όταν το περιβάλλον εργασίας είναι τοξικό ή ο φόρτος και η φύση της εργασίας μη διαχειρίσιμα, τότε είναι ευθύνη του εργαζόμενου να προστατέψει τον εαυτό του.
Εσύ έχεις πάθει burnout; Ποιους τρόπους έχεις υιοθετήσει για την πρόληψή του; Φέρνουν αποτέλεσμα;
Έχω περάσει αρκετές φορές υπερκόπωση. Και, ναι, έχω πάθει και burnout (και σχετικά πρόσφατα), αν και ευτυχώς κατάφερα να περιορίσω τις συνέπειές του και να μη φτάσω στην τελική, ας πούμε, φάση της «παράλυσης». Όπως ανέφερα και πριν δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Είναι σημαντικό να εφαρμόζεις τακτικά όποιες τεχνικές λειτουργούν για εσένα (και ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός), ώστε να μη δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα οδηγήσουν στο burnout: απ’ το να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου κάποια βασικά πράγματα και να θέτεις όρια, ακόμα και σε κοντινούς σου ανθρώπους, μέχρι το να προσπαθείς να είσαι ξεκάθαρος και ειλικρινής με τον εαυτό σου για τις πραγματικές σου ανάγκες.
Όσα και να κάνει ο εργοδότης, εάν ο εργαζόμενος δε φροντίζει τον ίδιο του τον εαυτό, τότε μπορεί να επέλθει burnout.
Εγώ προσωπικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχω δοκιμάσει πολλές διαφορετικές τεχνικές χαλάρωσης και θεραπείας: διαλογισμός, βελονισμός, μασάζ, γιόγκα, tai chi, qi gong, chi ball, ψυχοθεραπεία, coaching, πρακτική φιλοσοφία. Όλα μου προσέφεραν κάτι πολύτιμο σε διαφορετικά επίπεδα – απ’ τη διαχείριση της μικροκαθημερινότητας μέχρι την αναζήτηση βαθύτερων αναγκών. Το γράψιμο και η ουσιαστική επικοινωνία έχουν διαχρονικά αποδειχθεί ως βασικά εργαλεία θεραπείας και αποφυγής του burnout, επειδή λειτουργούν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι το ίδιο το burnout είναι μια βαλβίδα αποσυμπίεσης και δεν πρέπει να το δαιμονοποιούμε. Ίσως – όπως γράφει και ο Αλαιν ντε Μποτόν – μία κρίση ή ένα «σπάσιμο» όπως το burnout να είναι χρήσιμα, επειδή ακριβώς απειλούν την ύπαρξή σου και σε αναγκάζουν να αλλάξεις πορεία. Το να αποφεύγεις μονίμως το burnout στο παραπέντε δε σημαίνει απαραιτήτως ότι είσαι στον σωστό δρόμο (για τον εαυτό σου).
Διαβάσαμε πρόσφατα για την εμπειρία σου στο “Burning Man”. Μπορείς να μας εξηγήσεις με λίγα λόγια γιατί ακριβώς κάποιος να μπει στη διαδικασία να ζήσει αυτή την εμπειρία;
Το Burning Man είναι μια κοινότητα 75 χιλιάδων ανθρώπων, μια προσωρινή πόλη και καλλιτεχνική κατασκήνωση που δημιουργείται κάθε χρόνο στα τέλη Αυγούστου στην έρημο Black Rock της Νεβάδας. Δεν είναι ακριβώς φεστιβάλ, αλλά δεν υπάρχει και κατάλληλη ορολογία για να το περιγράψεις, μια και είναι μια μοναδική, πολυδιάστατη εμπειρία που λαμβάνει χώρα εδώ και 30 χρόνια. Η συμμετοχή στο Burning Man είναι κοστοβόρα και επίπονη – οι συνθήκες στην έρημο είναι αντίξοες και ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητας το αφιερώνεις στην προετοιμασία και την επιβίωσή σου. Ωστόσο, ταυτόχρονα το Burning Man διέπεται από κάποιους απλούς αλλά θεμελιώδεις κανόνες – ριζική αυτάρκεια, ριζική ελευθερία έκφρασης, ριζική ενσωμάτωση – και μια κουλτούρα που βγάζει την καλύτερη, την πιο αγνή πλευρά των ανθρώπων. Αν και το φυσικό τοπίο και τα art installations και η θέα μιας προσωρινής πόλης μες τη μέση του πουθενά προκαλούν δέος, το πραγματικό δέος προκαλείται απ’ το επίπεδο επικοινωνίας και αλληλεγγύης που υπάρχει ανάμεσα στους συμμετέχοντες.
Δε θέλω να το παρουσιάσω ως κάτι «μαγικό» ή υπερφυσικό, επειδή είναι απολύτως ανθρώπινο και γειωμένο – και ο κάθε άνθρωπος που συμμετέχει έχει διαφορετικά κίνητρα, διαφορετικές εμπειρίες και μνήμες, κάνει, δίνει και λαμβάνει διαφορετικά πράγματα. Αλλά για μένα, σε αυτή τη φάση της ζωής μου, ήταν μια καθοριστική εμπειρία που μου επέτρεψε να αποστασιοποιηθώ εντελώς, έστω και για λίγες μέρες, απ’ την καθημερινότητά μου και να κρίνω με απόλυτη καθαρότητα το τι έχει πραγματικά σημασία, να «γειωθώ».
Γιατί χρειάζεται να επιστρέψει κάποιος σε πρωτόγονες συνθήκες επιβίωσης, για να καταλάβει το νόημα της ζωής;
Αυτή είναι μια ερώτηση που με προβληματίζει και εμένα. Δεν έχω ακόμη την οριστική απάντηση 🙂 Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ο σύγχρονος τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών – που μας έχει δώσει τόσα πολλά υλικά και άϋλα αγαθά – ταυτόχρονα, μαζί με όλα τα καλά, δημιουργεί και συνθήκες αποξένωσης, διαρκούς άγχους, υπαρξιακού κενού. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτές οι λέξεις επαναλαμβάνονται τόσο συχνά (και στείρα) από κάποιους, ώστε κάποιοι άλλοι να έχουν απαξιώσει πλήρως τη συζήτηση και να απορρίπτουν κάθε κριτική ως τεχνοφοβική ή οπισθοδρομική. Το να μην αναγνωρίζεις όμως όλα τα λάθη, τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις που δημιουργεί η τεχνολογία ή ο καπιταλισμός ή ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι εξίσου ισοπεδωτικό και οπαδικό με το να μην αναγνωρίζεις όλα τα θετικά που μας παρέχουν.
Επίσης, όταν έρχεσαι σε επαφή με τη φύση, όταν κοιμάσαι και ξυπνάς πάνω στο χώμα, το σώμα σου ξαναθυμάται τις ρίζες του, κυριολεκτικά γειώνεται, γίνεται ένα με το φυσικό περιβάλλον – που περιλαμβάνει και τους άλλους ανθρώπους τριγύρω σου. Τέλος, όταν απαγκιστρώνεσαι απ’ την ανάγκη διαρκούς επικοινωνίας και ενημέρωσης, καταφέρνεις να ανακτήσεις μια εσωτερική γαλήνη.
Για κάποιους το νόημα της ζωής πάντως προσδιορίζεται από τα έντονα βαθιά συναισθήματα που προκύπτουν από τη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων. Από τις σημαντικές σχέσεις με τους άλλους. Σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η αποσύνδεση τι έχεις να πεις πάνω σε αυτό;
Συμφωνώ απόλυτα με αυτό. Η ουσιαστική επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους είναι το νόημα της ζωής. Απλώς το ζήτημα είναι το πώς φτάνεις σε αυτή τη σύνδεση. Δεν υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος – υπάρχουν άπειροι. Και το να διδάξεις, επικοινωνία είναι∙ όπως και το να γράψεις ή να δημιουργήσεις τέχνη ή να καταλάβεις μια αλήθεια για τον κόσμο ή το να φτιάξεις κάτι που αρέσει στους άλλους ή να νιώσεις ότι οι άλλοι σε αποδέχονται ή να κάνεις σεξ ή ακόμα και να βριστείς με τον άλλον ή απλώς να ανταλλάξεις ένα βλέμμα που τα λέει όλα. Όλα αυτά επικοινωνία είναι και σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός. Το να σκρολάρεις όλη μέρα επειδή βαριέσαι ή επειδή είσαι απελπισμένος ή επειδή δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις, δεν είναι επικοινωνία. Το να σκρολάρεις επειδή θέλεις να καταλάβεις τους άλλους είναι. Επομένως, το ερώτημα είναι: ποιο είναι το κίνητρό σου, όταν κάνεις κάτι; Γιατί το κάνεις; Είναι σημαντικό να αναζητάς την ουσία: επειδή κάτι διαφημίζεται ως «μέσο διασύνδεσης» δε σημαίνει ότι αυτομάτως σου παρέχει σύνδεση.
Η ουσιαστική επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους είναι το νόημα της ζωής. Απλώς το ζήτημα είναι το πώς φτάνεις σε αυτή τη σύνδεση.
Η ουσιαστική επικοινωνία προκαλεί ευεξία και ευτυχία, ακριβώς επειδή αναδεικνύει το πόσα πολλά και θεμελιώδη πράγματα μοιραζόμαστε με τους άλλους ανθρώπους. Η ουσιαστική σύνδεση, δηλαδή η ενσυναίσθηση – το να νιώθεις αυτό που νιώθει ο άλλος, το να καταλαβαίνεις ότι σε καταλαβαίνει – δίνει νόημα στη ζωή, ακριβώς επειδή νικάει τη μοναξιά, δηλαδή τον θάνατο. Όταν νιώθεις ότι είσαι μέρος και μέλος ενός οικοσυστήματος που λειτουργεί καλά, όταν το έχεις συνδιαμορφώσει και έχεις δώσει λίγο απ’ τον εαυτό σου σε αυτό, όταν κοιτάς τριγύρω σου και νιώθεις αγάπη για τους άγνωστους ανθρώπους που σε περιτριγυρίζουν, τότε αυτό σου χαρίζει μια πνευματική γαλήνη και μια εγγύηση συνέχειας του είδους που ξεπερνάει την ατομική φυσική σου ύπαρξη.
Ο Ρωμανός Γεροδήμος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και ζει στο Λονδίνο. Είναι αναπλ. καθηγητής διεθνούς πολιτικής και επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο του Bournemouth στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ακαδημία του Σάλτσμπουργκ για τα ΜΜΕ και την Παγκόσμια Αλλαγή στην Αυστρία. Το βιβλίο του “Ανταποκρίσεις απ’ τον 21ο αιώνα”, με κείμενα από πρόσφατα ταξίδια και αναλύσεις για την παγκόσμια επικαιρότητα, θα εκδοθεί τον Ιανουάριο απ’ τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. Η τελευταία του ταινία “Essence: Η Ουσία στη Ζωή” είναι διαθέσιμη με ελληνικούς υπότιτλους εδώ. Κείμενα, άρθρα, ταινίες και φωτογραφίες του είναι διαθέσιμα στον προσωπικό του ιστότοπο.
Διάβασε ακόμα:
13+1 Ερωτήσεις Στον Αύγουστο Κορτώ
Ο Ειδικός Του Στρες Σε Μαθαίνει Τον Εύκολο Τρόπο Για Να Το Νικήσεις