Από μικρό παιδί απορούσε, εξερευνούσε και μελετούσε τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω της. Ήταν η καλή μαθήτρια και το ώριμο παιδί που κάθε γονέας θα ήθελε για δικό του, ήταν όμως και το κορίτσι που ήθελε πάντα να του αναλύουν και να του εξηγούν τα κίνητρα των συμπεριφορών των μεγάλων για να τους καταλάβει. Αλλά δεν την πολυκαταλάβαιναν… Αλλά δεν την πολυκαταλάβαιναν…Όνειρό της ήταν να γίνει ψυχολόγος για να μεταφράζει τα συναισθήματα των ανθρώπων και να τους τα εξηγεί, ώστε να κερδίζουν πολύτιμο χρόνο στην εκπαίδευση, στις σχέσεις, στην οικογένεια, στη φιλία. Όταν έγινε η μαμά του Σταύρου -και μόνο τότε- «ξανασυστήθηκε» και με την μικρή Εύη, μετέφρασε επιτέλους τις συμπεριφορές των μεγάλων και συνειδητοποίησε πως, όταν τα συναισθήματα γίνονται λέξεις, κάθε σχέση στη ζωή μας έχει δυνατότητα να μας εκτοξεύσει! Το “Γράμμα στη μαμά και τον μπαμπά – πού είναι ο αληθινός Άη Βασίλης” είναι το πρώτο τηςβιβλίο και απευθύνεται σε γονείς αλλά και τα παιδιά τους. Η Εύη Φραγκάκη απαντάει στις ερωτήσεις μας. 

Μέσα σε αυτό το γράμμα στη μαμά και το μπαμπά, το παιδί αναζητά την επιβεβαίωση, την ενθάρρυνση και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης του. Πώς μπορούμε πιστεύεις να μεγαλώσουμε ένα παιδί γεμάτο αυτοπεποίθηση;

Τα παιδιά δεν είναι η συνέχειά μας, εμείς είμαστε απλώς η δική τους αφετηρία. Όταν, λοιπόν, το αντιληφθούμε πρώτα οι γονείς αυτό, τότε θα αναγνωρίζουμε ότι τα παιδιά έχουν τη δική τους υπόσταση και θέση μέσα στην οικογένεια, χωρίς να θεωρούνται από εμάς – και κατ’ επέκταση μετά και από τους εαυτούς τους – υποδεέστερα όντα. Τα παιδιά χρειάζονται σεβασμό, χρειάζονται αναγνώριση, χρειάζονται αληθινά συναισθήματα και όχι γονείς, που διεκπεραιώνουν τον γονεϊκό τους ρόλο, ικανοποιώντας τις ανάγκες της στέγης, της τροφής, της ένδυσης και της μόρφωσης. Τα παιδιά είναι κανονικοί άνθρωποι και το μέλλον ανήκει σε εκείνα. Εμείς έχουμε τον ρόλο του καθοδηγητή. Όσο πιο ουσιαστικά και αληθινά τα κατευθύνουμε, τόσο πιο πλήρεις ενήλικες θα γίνουν, θα έχουν καλοσύνη, θα νιώθουν δυνατοί και ασφαλείς με τον εαυτό τους και δε θα χρειάζονται κανενός είδους δεκανίκια.

Αφιερώνεις το βιβλίο στον γιο σου τον Σταύρο, λέγοντας μάλιστα για όλα εκείνα που σου είπε και εσύ δεν “άκουσες”. Πιστεύεις ότι μερικές φορές δεν ακούμε τα παιδιά μας;

Μα, φυσικά, είναι ανθρώπινο, αναμενόμενο και λογικό! Το θέμα είναι, όμως, πώς το αντιμετωπίζουμε σε δεύτερη φάση, όταν πλέον παρατηρούμε μια αντίδρασή του να επαναλαμβάνεται, σαν να μας χτυπάει καμπανάκι, οπότε και οφείλουμε για το καλό του να το συζητήσουμε, να το ακούσουμε να μας μιλάει αληθινά και ανοιχτά, σαν να θέλει να τα βγάλει από μέσα του… Δεν είναι πάντα εύκολο, ούτε τόσο άμεσα αποτελεσματικό. Όταν, όμως, καταλάβει ότι νοιαζόμαστε στ’ αλήθεια για το συναίσθημά του, θα  «ξεκλειδώσει» και θα μας μιλήσει και το πιο εσωστρεφές παιδί. Άλλωστε, τα παιδιά δεν γεννιούνται δύσκολα ή εύκολα, όλες τους οι αντιδράσεις είναι απολύτως αλληλένδετες με τη δική μας στάση ως δράση-αντίδραση.

Υπάρχουν ίσως στιγμές που λόγω κούρασης, άγχους, δεν έχουμε πολλή υπομονή με τα παιδιά μας, με αποτέλεσμα την ένταση που έχουμε να την εξωτερικεύουμε σε εκείνα. Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις;

Ακόμα ένα φαινόμενο απολύτως συχνό και αναμενόμενο, μιας και οι γονείς δεν μετατρέπονται σε καλοκουρδισμένη μηχανές, επειδή γίνονται γονείς. Παραμένουν άνθρωποι, αγχώνονται, θυμώνουν, στενοχωριούνται, όπως χαίρονται, γελούν, παίζουν. Θα σας πω τι έκανα εγώ, όταν με συνέλαβα να αντιδρώ πιο έντονα στον γιο μου, ενώ το …ατόπημά του ήταν ήσσονος σημασίας: του ζήτησα ειλικρινή συγγνώμη. Του είπα ότι δε μου έφταιγε εκείνος, ότι δεν του άξιζε να τον μαλώσω εκείνη τη στιγμή, αλλά επηρεάστηκα από την ένταση που προέκυψε στην εργασία μου. Και ξέρετε, τι έγινε μετά; Με κατανόησε, γιατί δεν του υποδύθηκα ότι εγώ είμαι ο νόμος και το κράτος, όπου και να παραλογίζομαι, δίκιο θα έχω. Συνειδητοποίησε ότι μπορεί να αισθανθεί και ο μπαμπάς και η μαμά δυσκολίες, αλλά όταν τις εκφράσει με ψυχραιμία, μπορεί πιο εύκολα να βρεθεί λύση. Και αντιλήφθηκε ότι είναι όμορφο να ζητάμε συγγνώμη, όταν στεναχωρούμε τον άνθρωπο που αγαπάμε πολύ! Και θυμόμαστε πώς νιώσαμε, ώστε να μην το επαναλαμβάνουμε…

“Επειδή δεν θα είναι για πάντα μικρά και δεν θα θέλουν να παίζουν πάντα μαζί μας και επειδή τώρα έχουν ανάγκη την δική μας παρέα, υπάρχει κάποια μαγική συμβουλή για να τους αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο;

Η φράση, που έχει καθιερωθεί, «Δεν παίζει τον σημαντικότερο λόγο η ποσότητα του χρόνου με το παιδί μας, αλλά η ποιότητα» αναλύεται ουσιαστικά ως εξής: δεν είναι όλες οι δουλειές το ίδιο, δεν είναι όλες οι εποχές το ίδιο, δεν έχουμε -αν θέλεις – πάντα την ίδια νηφαλιότητα να τα αφήσουμε όλα πίσω μας και να παίξουμε σαν μικρά παιδιά με τα μικρά παιδιά μας. Αρκεί, ομως, η αληθινή σύνδεση μαζί τους, ακόμα και αν τα συναντήσουμε μισή ώρα προτού ξαπλώσουν ή προλάβουμε μόνο να τα πάμε το πρωί στο σχολείο κάποιες μέρες. Δηλαδή, είναι ωφέλιμο και για εκείνα και για τη σχέση μας μαζί τους, να τους μιλήσουμε και να τους εξηγήσουμε ότι μας λείπει ο κοινός μας χρόνος, αλλά χρειαζόμαστε για λίγο διάστημα να καταλάβουν ότι δεν αποφεύγουμε να τα δούμε, επειδή εκείνα μας προκάλεσαν απομάκρυνση ή επειδή φταίνε σε κάτι, αλλά επειδή για άλλους τεχνικούς λόγους έχουμε αφιερώσει περισσότερο χρόνο σε κάτι άλλο, ενώ το μυαλό μας και η καρδιά μας είναι σαν να είμαστε πάντα κοντά τους. Και να τους τονίζουμε ότι όσο ειλικρινείς είμαστε εμείς με αυτά τα λίγα, άλλο τόσο θελουμε να είναι και εκείνα απέναντί μας. Και αυτομάτως τους ζεσταίνουμε την καρδούλα τους, αρκεί, βεβαίως, με την πρώτη ευκαιρία να τους το αποδεικνύουμε και στην πράξη ότι είναι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μας.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να καθησυχάσουμε τους φόβους και τις ανησυχίες τους;

Να τους μιλάμε, ώστε να τα μάθουμε να μας μιλούν. Να μάθουν να αναγνωρίζουν το συναίσθημα τους, να μπορούν να περιγράφουν με λέξεις τους φόβους και τις ανησυχίες τους, γιατί έτσι θα έχουν κάνει το πρώτο βήμα για την επίλυσή τους. Και, βέβαια, να τους παρέχουμε αγάπη και ασφάλεια και να το νιώθουν με σιγουριά αυτό. 

Υπάρχουν κάποια λάθη που κάνουμε ως γονείς και θα πρέπει να αποφεύγουμε (για παράδειγμα το ότι ίσως συγκρίνουμε τα παιδιά μας με άλλα παιδιά ή ότι τσακωνόμαστε μπροστά τους);

Τα δύο αυτά παραδείγματα είναι διαφορετικές περιπτώσεις. Σε καμία περίπτωση, δεν έχει νόημα και δεν θα φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα, αν τα συγκρίνουμε με τα αδέρφια τους ή με άλλα παιδιά, μειώνοντας εμείς οι ίδιοι τη δυναμική που μπορεί να έχουν εκείνα. Όπως ακριβώς, δηλαδή, συμβαίνει και με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις… Ποιος, αλήθεια, θέλει να τον συγκρίνουν με τον/την πρώην σύντροφο, ή με τον συνάδελφο ή με τον αδερφό;

Σχετικά τώρα με το αν έχει νόημα να μαλώνει – εντός φυσιολογικού πλαισίου πάντα – το ζευγάρι των γονέων μεταξύ τους μέσα στο σπίτι τους ή είναι προτιμότερο να έχουν τα παιδιά την εικόνα της Αγίας οικογένειας, που όλα κινούνται σε ψυχροπολεμικό κλίμα, ώστε δήθεν να μην ακούσουν τα παιδιά να μαλώνει η μαμά και ο μπαμπάς και πληγώνονται, τότε θα ακολουθήσω τις συμβουλές όλων των παιδοψυχολόγων του κόσμου, που συμβουλεύουν ότι τα παιδιά είναι καλό να ζουν μέσα σε περιβάλλον, όπου ζουν κανονικοί άνθρωποι με όλες τις αδυναμίες τους και τα λάθη τους και τα σωστά τους και τις αλήθειες τους. Γιατί τα αποστειρωμένα περιβάλλοντα θα δημιουργήσουν μια πλασματική εικόνα για τις ανθρώπινες αντιδράσεις και αυτό θα δυσκολέψει και θα τρομάξει τα παιδιά μας, όταν βγουν πιο έξω από τους κόλπους της οικογένειας, στο σχολείο, σε παρέες φίλων, σε σχέσεις, στην εργασία τους αργότερα. Τα παιδιά θωρακίζονται ιδανικά από το σπίτι και από τους γονείς τους, ώστε να παραμένουν δυνατά σε οποιαδήποτε δύσκολη ή ευκολότερη συγκυρία τύχει μπροστά τους. Αισθάνονται δυνατά και ασφαλή, όταν έχουν βιώσει δύναμη και ασφάλεια από την οικογένεια.

Διάβασε ακόμα:

Ελεονώρα Μελέτη: «Ευτυχία είναι η κατάσταση του να ζεις συμφιλιωμένη πρωτίστως με αυτό που είσαι»

10 + 1 ερωτήσεις στον Γιάννη Χριστοδουλόπουλο