Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ (ΣΔ2) αποτελεί μια μεταβολική διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από αντίσταση των οργάνων στη δράση της ινσουλίνης με σταδιακή μείωση της παραγωγής της και συνεπώς υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Εμφανίζεται κυρίως σε ενήλικα άτομα άνω των 45 ετών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σημαντική αύξηση στα ποσοστά παιδιών, εφήβων και νεότερων ενηλίκων με ΣΔ2. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στην παχυσαρκία, τις διατροφικές συνήθειες καθώς και στην έλλειψη σωματικής άσκησης.  [1], [2]

Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί έναν από τους επτά κύριους και ελεγχόμενους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (ΚΑΝ). Άτομα με ΣΔ2 έχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, ενώ εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θνητότητας (περίπου 65%) λόγω των καρδιαγγειακών νοσημάτων συγκριτικά με άτομα χωρίς διαβήτη. [3], [4]

Ο ΣΔ2 σχετίζεται με μακροχρόνιες βλάβες τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα αγγεία του αίματος. Οι βλάβες των μικρών αιμοφόρων αγγείων είναι συχνότερες και αφορούν κυρίως τους νεφρούς, τα μάτια και τα νεύρα. Αντίθετα, οι βλάβες στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία αφορούν τις καρδιακές και εγκεφαλικές αρτηρίες, και αποτελούν  την κυριότερη αιτία θανάτου σε διαβητικούς ασθενείς. [1]

Η διάγνωση του ΣΔ2 γίνεται με αιματολογικές εξετάσεις οι οποίες αφορούν μετρήσεις: α)  των επιπέδων σακχάρου στο αίμα μετά από νηστεία για 8 ώρες, και β) της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) όπου υπολογίζονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά την περίοδο των τριών προηγούμενων μηνών. [5] Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Διαβητολογική Εταιρεία, η διάγνωση του ΣΔ2 γίνεται όταν τα επίπεδα σακχάρου νηστείας είναι πάνω από 126 mg/dL (7.0 mm/L). [2] Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία συνιστά την αυστηρή ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, με επιθυμητές τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) < 7% στοχεύοντας στη μείωση των μικροαγγειακών επιπλοκών σε διαβητικούς ασθενείς. Ωστόσο, οι τιμές της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) σε κάθε ασθενή καθορίζονται ανάλογα με την διάρκεια του διαβήτη, την ηλικία καθώς και άλλες συννοσηρότητες. Ειδικότερα, νεαροί ηλικιακά ασθενείς με σύντομη διάρκεια διαβήτη και χωρίς καρδιαγγειακές παθήσεις θα πρέπει να έχουν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1C) < 6,0–6,5%, ενώ σε ηλικιωμένους με μακροχρόνιο ΣΔ2, συννοσηρότητες και μικρό προσδόκιμο ζωής η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1C) θα πρέπει να είναι < 8–9%. [6]

Άτομα με ΣΔ2 άνω των 45 ετών θα πρέπει να υποβάλλονται σε ετήσιο κλινικό έλεγχο. [2] [7] Συχνότερος έλεγχος συνιστάται σε άτομα υψηλού κινδύνου για εμφάνιση διαβήτη όπως υπέρβαροι, παχύσαρκοι (Δείκτη  μάζας σώματος ≥ 25 kg/m2), με ιστορικό καρδιαγγειακών παθήσεων, αρτηριακή υπέρταση, γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, συγγενείς πρώτου βαθμού με σακχαρώδη διαβήτη. [2]  Βασικός στόχος είναι η διαχείριση του διαβήτη καθώς και των αντίστοιχων επιπλοκών του όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα και αυξάνοντας το προσδόκιμο ζωής. [7]

Οι Ευρωπαϊκές και Αμερικάνικες κατευθυντήριες οδηγίες θέτουν ως αρχική μέθοδο πρόληψης και αντιμετώπισης του ΣΔ2 την αλλαγή του τρόπου ζωής συμπεριλαμβανομένων της διατροφής, της σωματικής άσκησης, του καπνίσματος και της κατανάλωσης αλκοόλ. [6]

Ειδικότερα, έρευνες έδειξαν ότι η υιοθέτηση της Μεσογειακής δίαιτας πλούσιας σε φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, παρθένο ελαιόλαδο, δημητριακά ολικής, μονο-/πολυακόρεστα λιπαρά συμβάλει στη μείωση των καρδιαγγειακών παθήσεων. Παράλληλα, η μειωμένη πρόσληψη θερμίδων συνιστάται για την μείωση του αυξημένου σωματικού βάρους σε ασθενείς με ΣΔ2. Από  μελέτες φάνηκε ότι ακόμη και η μέτρια απώλεια σωματικού βάρους οδηγεί στην καθυστέρηση της εξέλιξης ατόμων με προ-διαβήτη σε ΣΔ2. [6] Επιπρόσθετα, η μείωση του σωματικού βάρους σε ασθενείς με ΣΔ2 οδηγεί σε μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και βελτιώνει την ποιότητα ζωής τους. Αναφορικά με τους παχύσαρκους διαβητικούς ασθενείς, για την βελτίωση της αρτηριακής πίεσης, των λιπιδίων καθώς και του γλυκαιμικού ελέγχου χρειάζεται >5% μείωση του σωματικού βάρους από το αρχικό. [6]

Η σωματική άσκηση καθυστερεί την εμφάνιση ΣΔ2 ενώ παράλληλα βελτιώνει  τα επίπεδα σακχάρου  και τις επιπλοκές των καρδιαγγειακών παθήσεων. Συγκεκριμένα, η αερόβια άσκηση και η άσκηση με αντιστάσεις συμβάλουν στη βελτίωση της δράσης της ινσουλίνης, του γλυκαιμικού ελέγχου, του επιπέδου των λιπιδίων και της αρτηριακής πίεσης. Συνεπώς, μέτρια έως έντονη σωματική άσκηση ≥150 λεπτών την εβδομάδα συνιστάται για την πρόληψη και τον έλεγχο του ΣΔ. [6]

Αναφορικά με το αλκοόλ, από τα αποτελέσματα πρόσφατων μελετών φάνηκε ότι η χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ (≤100 g/εβδομάδα) συσχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου. Ωστόσο,  ασαφή παραμένουν τα όρια κάτω από τα οποία η περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ δεν σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο νόσου από άλλα καρδιαγγειακά νοσήματα όπως υπέρταση, εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή ανεπάρκεια. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία επισημαίνει ότι η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ δεν θα πρέπει να προωθείται ως μέσο προστασίας έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων. [6]

Το κάπνισμα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και πρόωρου θανάτου. Η διακοπή του καπνίσματος υπό συμβουλευτική καθοδήγηση συνιστάται σε όλους τους ασθενείς με προ-διαβήτη και ΣΔ2. Στην περίπτωση όπου η συμβουλευτική καθοδήγηση αποδειχθεί ανεπαρκής, η έγκαιρη έναρξη φαρμακευτικής παρέμβασης θεωρείται το αμέσως επόμενο θεραπευτικό βήμα. Σχετικά με τη χρήση των ηλεκτρονικών τσιγάρων, αυτά αποτελούν μία αναδυόμενη λύση διακοπής του καπνίσματος. Παρόλα αυτά, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους βρίσκονται ακόμη υπό διερεύνηση. [6]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] J. B. Cole and J. C. Florez, “Genetics of diabetes mellitus and diabetes complications.,” NATure RevIewS | NePhRoloGy, vol. 16, July 2020. 
[2] R. Goyal and J. Ishwarlal , “Diabetes Mellitus Type 2,” StatPearls Publishing, 28 September 2021. [Online]. Available: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK513253/. [Accessed 18 December 2021].
[3] A. H. Association, “Cardiovascular Disease and Diabetes,” 4 May 2021. [Online]. Available: https://www.heart.org/en/health-topics/diabetes/diabetes-complications-and-risks/cardiovascular-disease–diabetes. [Accessed 18 December 2021].
[4] S. M. Grundy, I. J. Benjamin, G. L. Burke, A. Chait, . R. H. Eckel and B. V. Howard, “Diabetes and Cardiovascular Disease,” Circulation, vol. 100, no. 10, p. 1134–1146, 1999. 
[5] S. Padhi, A. K. Nayak and . A. Behera, “Type II diabetes mellitus: a review on recent drug based therapeutics,” Biomedicine & Pharmacotherapy, vol. 131, 2020. 
[6] F. Cosentino, P. J. Grant, . V. Aboyans, C. J. Bailey, A. Ceriello and V. Delgado, “2019 ESC Guidelines on diabetes, pre-diabetes, and cardiovascular diseases developed in collaboration with the EASD: The Task Force for diabetes, pre-diabetes, and cardiovascular diseases of the European Society of Cardiology (ESC) and the European Associ tion for the Study of Diabetes (EASD),” European Heart Journal, vol. 41, no. 2, p. 255–323, 1 December 2020. 
[7] N. Milne and F. Di Rosa, “The diabetes review: A guide to the basics,” Journal of Diabetes Nursing, vol. 23, 2019. 
[8] T. S. Cavaiola, Y. Kiriakov and T. Reid, “Primary Care Management of Patients With Type 2 Diabetes: Overcoming Inertia and Advancing Therapy With the Use of Injectables,” Clinical Therapeutics, vol. 41, 2019. 

Το άρθρο επιμελήθηκε και η Ιατρός και ειδικευόμενη Παθολογίας, Δρ. Καλλιόπη Μαγουνάκη.

Author(s)

  • Δημήτρης Χατζής, MD, PhD

    Καρδιολόγος, επ. Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Clinical hypertension specialist (ESH)

    Ο καρδιολόγος Δημήτριος Χατζής γεννήθηκε στο Θέρμο Αιτωλ/νίας το 1974. Αποφοίτησε από το Γενικό Λύκειο Θέρμου με βαθμό «άριστα» και κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών το έτος 1993 και αποφοίτησε το έτος 1999 με βαθμό «Λίαν Καλώς». Υπηρέτησε ως αγροτικός ιατρός στο Κ.Υ. Βόνιτσας το έτος 2000 και εν συνεχεία υπηρέτησε ως οπλίτης ιατρός τη στρατιωτική του θητεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λήμνου. Κατά τη χρονική περίοδο 2002 – 2004, ειδικεύθηκε στην εσωτερική παθολογία και κατά την περίοδο 2005 – 2009 ειδικεύθηκε στην καρδιολογία στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου νοσοκομείου Αθηνών. Έλαβε τον τίτλο της ειδικότητας της καρδιολογίας τον Σεπτέμβριο του 2009 και έκτοτε διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στη διεύθυνση Λ. Συγγρού 76, Αθήνα. Επίσης, έχει θέση επιστημονικού συνεργάτη/λέκτορα στην ιατρική σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου διδάσκει το μάθημα της καρδιολογίας. Είναι ακόμη μέλος της ιατρικής ομάδας της ΠΑΕ ΠΑΟ, υπεύθυνος για τον καρδιολογικό έλεγχο των αθλητών. Τέλος, διατηρεί συνεργασία με διάφορα ιδιωτικά νοσοκομεία με σκοπό την πληρέστερη και ολοκληρωμένη εξυπηρέτηση των ασθένων του. Είναι αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών με αντικείμενο της διατριβής του την υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση των υπερτασικών ασθενών στα αρχικά στάδια της νόσου. Ακόμη, είναι εξειδικευμένος στην επεμβατική καρδιολογία και πρόσφατα αναγνωρίστηκε επισήμως ως ειδικός στην αρτηριακή υπέρταση (Clinical Hypertension Specialist) από την ευρωπαϊκή εταιρία υπέρτασης (European Society of Hypertension). Επίσης, συγκαταλέγεται στην λίστα των ειδικών καρδιολόγων με πλήρη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος (Full Registration With a License to Practice) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει υπάρξει υπότροφος του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας τα έτη 2005 – 2007 και είναι συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών άρθρων σε έγκριτα ξένα και ελληνικά ιατρικά περιοδικά. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε σειρά ελληνικών και ξένων καρδιολογικών συνεδρίων ως ομιλητής Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Επεμβατικής Καρδιολογίας, της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Αντιυπερτασικής Εταιρείας, της Ελληνικής Αγγειολογικής Εταιρείας και της Ομάδας Εργασίας Αιμοδυναμικής και Επεμβατικής Καρδιολογίας.