Η αποφρακτική υπνική άπνοια (ΑΥΑ) χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια πλήρους (άπνοια) ή μερικούς (υπόπνοια) διακοπής της αναπνοής, η οποία οφείλεται στην απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού κυρίως κατά τη διάρκεια του ύπνου. Τα επεισόδια αυτά διακοπής της αναπνοής οδηγούν σε χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στο αίμα (υποξαιμία), κατακερματισμό του ύπνου καθώς και μεταβολές της λειτουργείας του αυτόνομου νευρικού συστήματος. [1] , [2] Υπολογίζεται ότι περίπου το 34% των ανδρών και το 17% των γυναικών μέσης ηλικίας πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της ΑΥΑ. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι η συχνότητα εμφάνισης της ΑΥΑ κυμαίνεται από 40% έως 80% σε ασθενείς τόσο με αρτηριακή όσο και πνευμονική υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, καρδιακή ανεπάρκεια, και εγκεφαλικά επεισόδια. [2] 

Παράγοντες κινδύνου

Οι παράγοντες κινδύνου οι οποίοι συντελούν στην ανάπτυξη ΑΥΑ διακρίνονται σε 1) ανατομικούς συμπεριλαμβανομένων των γναθοπροσωπικών δυσμορφιών (μικρογναθία, ρετρογναθία), ανωμαλιών του ρινοφαρυγγικού μαλακού ιστού (υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων και αμυγδαλών, υπερτροφία κάτω ρινικών κόγχων, σκολίωση ρινικού διαφράγματος) και 2) μη ανατομικούς παράγοντες όπως η παχυσαρκία (αυξημένη περιφέρεια λαιμού), η προχωρημένη ηλικία, το φύλο (κυρίως άντρες), το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ ιδιαίτερα πριν από τον ύπνο, τη χρήση υπνωτικών, και την ύπτια θέση κατά τη διάρκεια του ύπνου. [1], [3]

Τα συμπτώματα

Το συχνότερο σύμπτωμα που εμφανίζουν οι ασθενείς με ΑΥΑ είναι η υπέρμετρη υπνηλία κατά τη διάρκεια της μέρας. [3] Επίσης, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με ΑΥΑ αναφέρει είτε κόπωση είτε μη αναζωογονητικό ύπνο. [1]  Άλλα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί περιλαμβάνουν έντονο ροχαλητό, συχνές διακοπές του νυχτερινού ύπνου λόγω πνιγμού ή δύσπνοιας, νυκτερινή ούρηση (νυκτουρία), πρωινούς πονοκεφάλους, στυτική δυσλειτουργία, ευερεθιστότητα και φτωχή συγκέντρωση. [1], [2] Συχνά, το έντονο ροχαλητό και οι άπνοιες είναι δύο από τα συμπτώματα τα οποία αναφέρονται από τους συντρόφους των ασθενών με ΑΥΑ κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ωστόσο, οι γυναίκες με ΑΥΑ εμφανίζουν συχνά άτυπα συμπτώματα όπως η διαταραχή της διάθεσης, αυπνία, νυχτερινή ενούρηση, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και φτωχή μνήμη. [1] Επίσης, η ΑΥΑ έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο τόσο εργασιακών όσο και τροχαίων ατυχημάτων, μειωμένη ποιότητα ζωής καθώς και με μεγάλο ποσοστό αναρρωτικών αδειών από την εργασία. [2]

Η αποφρακτική υπνική άπνοια (ΑΥΑ) αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης τόσο καρδιαγγειακών όσο και μεταβολικών νοσημάτων. Ειδικότερα, η ΑΥΑ έχει συσχετιστεί με πολυάριθμες καρδιαγγειακές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένων της στεφανιαίας νόσου, των εγκεφαλικών επεισοδίων, της υπέρτασης, της κολπικής μαρμαρυγής και άλλων αρρυθμιών, της καρδιακής ανεπάρκειας, της αυξημένης καρδιαγγειακής θνησιμότητας, του σακχαρώδη διαβήτη καθώς και του μεταβολικού συνδρόμου. [2] Ειδικότερα, μεταξύ όλων των καρδιαγγειακών παθήσεων που πιθανότατα συνυπάρχουν μαζί με την ΑΥΑ, η αρτηριακή υπέρταση παρουσιάζει τη σημαντικότερη συσχέτιση με την ΑΥΑ. [4] Έχει υπολογιστεί ότι το 30% με 50% των υπερτασικών ασθενών εμφανίζει ΑΥΑ, ενώ ακόμη συχνότερη εμφάνιση ΑΥΑ σε ποσοστό μέχρι και 80% παρουσιάζουν οι ασθενείς με ανθεκτική στη θεραπεία υπέρταση. Ακόμη, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η ΑΥΑ έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης των συμπτωμάτων, νοσηλείας και θνησιμότητας. Οι ασθενείς με ΑΥΑ εκτός από τον αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, έχουν επίσης αυξημένη πιθανότητα υποτροπής του εγκεφαλικού επεισοδίου, της θνητότητας, καθώς και μεγάλο κίνδυνο εμφάνισης λειτουργικών και νοητικών δυσλειτουργιών. [2]

Πώς γίνεται η διάγνωση

Η διάγνωση της ΑΥΑ αρχικά βασίζεται στην συμπτωματολογία των ασθενών (έντονο ροχαλητό, κόπωση, διακοπές του νυχτερινού ύπνου λόγω πνιγμού ή δύσπνοιας) και στην κλινική εξέταση κατά την οποία γίνεται έλεγχος για κεντρική παχυσαρκία (αυξημένη περιφέρεια μέσης, αυξημένη περίμετρος αυχένα), ρινοφαρυγγικές και γναθοπροσωπιικές ανωμαλίες. [1], [4] Ασθενείς με κλινική υποψία παρουσίας ΑΥΑ υποβάλλονται σε διαγνωστικό έλεγχο. [1] [2] [4] Οι διαγνωστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η πολυυπνογραφία (πολυσωματοκαταγραφική μελέτη ύπνου) και η μελέτη ύπνου κατ΄ οίκον. Ειδικότερα, η πολυυπνογραφία αποτελεί την κυριότερη διαγνωστική μέθοδο κατά την οποία γίνεται καταγραφή της αναπνευστικής λειτουργίας ενώ παράλληλα υπολογίζεται ο αριθμός απνοιών και υποπνοιών ανά ώρα κατά τη διάρκεια του ύπνου, γνωστός και ως δείκτης άπνοιας-υπόπνοιας (AHI). [5] Η διάγνωση της ΑΥΑ βασίζεται στα ακόλουθα διαγνωστικά κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί ένας ασθενής: 1) παρουσία τυπικής συμπτωματολογίας όπως διαταραχές της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου (έντονο ροχαλητό, διαστήματα άπνοιας), ή υπέρμετρη υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας ή κόπωση τα οποία συμβαίνουν παρά την υποτιθέμενη επάρκεια ύπνου και δεν οφείλονται σε άλλα υποκείμενα νοσήματα, και 2)  ο δείκτης άπνοιας-υπόπνοιας (AHI) ≥5. Ασθενείς με δείκτη άπνοιας-υπόπνοιας (AHI) μεταξύ 5 και 15 ανά ώρα έχουν ήπιο βαθμό ΑΥΑ, μεταξύ 15 και 30 ανά ώρα έχουν μέτριο βαθμό ΑΥΑ, και ασθενείς με δείκτη άπνοιας-υπόπνοιας (AHI) > 30 ανά ώρα παρουσιάζουν σοβαρού βαθμού ΑΥΑ. [2] Ωστόσο, ορισμένοι ασθενείς με ΑΥΑ είναι ασυμπτωματικοί. Σε αυτή την περίπτωση, η διάγνωση της ΑΥΑ επιβεβαιώνεται όταν ο δείκτης άπνοιας-υπόπνοιας (AHI) είναι μεγαλύτερος από 15 ανά ώρα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι, εκτός από την πολυυπνογραφία, η  χρήση και άλλων αντίστοιχων μεθόδων συντελεί στην  καταγραφή επιπρόσθετων παραμέτρων όπως του βαθμού υποξαιμίας, βασικού παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και στην επιλογή μιας πιο εξατομικευμένης θεραπείας για τον κάθε ασθενή. [2]

Ποια είναι η θεραπεία

Μελέτες έχουν δείξει ότι η θεραπεία της ΑΥΑ έχει σημαντική αποτελεσματικότητα  στη βελτίωση της εξέλιξης των καρδιαγγειακών νοσημάτων. [4] Οι θεραπευτικές μέθοδοι διακρίνονται σε: 1) μη επεμβατικές όπως αλλαγές στον τρόπο ζωής, φαρμακευτικές παρεμβάσεις, μείωση σωματικού βάρους, συνεχή θετική πίεση αεραγωγών (CPAP), στοματικές συσκευές, και σε 2) επεμβατικές όπως αφαίρεση σταφυλής, χειρουργική επέκταση άνω και κάτω γνάθου, διέγερση υπογλωσσικού νεύρου. [2], [6] Οι θεραπευτικές μέθοδοι οι οποίες αφορούν στις αλλαγές στον τρόπο ζωής συμβάλουν στη αντιμετώπιση παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι οδηγούν σε επιδείνωση των συμπτωμάτων της ΑΥΑ. Αρχικά, η μείωση του σωματικού βάρους, όπου αυτή ενδείκνυται, συντελεί στην καλύτερη διάνοιξη των αεραγωγών περιορίζοντας έτσι τα επεισόδια άπνοιας και το ροχαλητό. Σε όλους τους ασθενείς με ΑΥΑ συνίσταται η αποφυγή ηρεμιστικών χαπιών και του αλκοόλ. Ωστόσο, ο ρόλος και η αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής σε ασθενείς με ΑΥΑ παραμένει ασαφής. [6] Ως θεραπεία πρώτης γραμμής και με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε ασθενείς με ΑΥΑ θεωρείται η συνεχής διαρρινική θετική πίεση αεραγωγών (CPAP), η οποία ελαχιστοποιεί τα συμπτώματα όπως η υπνηλία ενώ παράλληλα βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών. Εναλλακτικές θεραπευτικές πρακτικές ακολουθούνται σε ασθενείς οι οποίοι αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν την μέθοδο συνεχούς διαρρινικής θετικής πίεσης αεραγωγών (CPAP), αποτελούν οι στοματικές συσκευές. Όσον αφορά τις επεμβατικές θεραπείες, αυτές ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή ΑΥΑ και ασθενείς οι οποίοι αδυνατούν να ακολουθήσουν τις μη επεμβατικές θεραπείες. [7]

Το άρθρο επιμελήθηκε και η Ιατρός Δρ. Καλλιόπη Μαγουνάκη.

ΠΗΓΕΣ

[1] C. R. Laratta, . N. T. Ayas, . M. Povitz and S. R. Pendharkar, “Diagnosis and treatment of obstructive sleep apnea in adults,” Canadian Medical Association Journal, vol. 189, no. 48, p. 1481–1488, 2017. 
[2] Y. Yeghiazarians, H. Jneid, J. R. Tietjens, S. Redline, D. L. Brown, N. El-Sherif and R. Mehra, “Obstructive Sleep Apnea and Cardiovascular Disease,” Circulation, vol. 144, pp. 56-67, 2021. 
[3] C. Arnaud, T. Bochaton, J.-L. Pépin and E. Belaidi, “Obstructive sleep apnoea and cardiovascular consequences: Pathophysiological mechanisms,” Archives of Cardiovascular Disease, vol. 113, pp. 350-358, 2020. 
[4] D. J. Gottlieb and . N. M. Punjabi, “Diagnosis and Management of Obstructive Sleep Apnea. A Review,” vol. 323, no. 14, pp. 1389-1400, 2020. 
[5] J. R. Tietjens, D. Claman, E. J. Kezirian, T. D. Marco, A. Mirzayan, B. Sadroonri and A. N. Goldberg, “Obstructive Sleep Apnea in Cardiovascular Disease: A Review of the Literature and Proposed Multidisciplinary Clinical Management Strategy,” Journal of the American Heart Association, vol. 8, p. 010440, 2019. 
[6] H.-P. Chang, Y.-F. Chen and J.-K. Du, “Obstructive sleep apnea treatment in adults,” Kaohsiung Journal of Medical Sciences , vol. 36, no. 1, pp. 7-12, 2020. 
[7] J. M. Slowik and J. F. Collen, Obstructive Sleep Apnea, StatPearls Publishing , 2021 . 

Για να λαμβανεις τα καλύτερα άρθρα μας στο email σου, γράψου στο Newsletter μας.

Διάβασε ακόμα:

Τι αποκαλύπτει η έρευνα του Harvard για τη σχέση μεταξύ ύπνου και κατάθλιψης

Πόσο στρες «αντέχει» η καρδιά μας;

Author(s)

  • Δημήτρης Χατζής, MD, PhD

    Καρδιολόγος, επ. Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Clinical hypertension specialist (ESH)

    Ο καρδιολόγος Δημήτριος Χατζής γεννήθηκε στο Θέρμο Αιτωλ/νίας το 1974. Αποφοίτησε από το Γενικό Λύκειο Θέρμου με βαθμό «άριστα» και κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών το έτος 1993 και αποφοίτησε το έτος 1999 με βαθμό «Λίαν Καλώς». Υπηρέτησε ως αγροτικός ιατρός στο Κ.Υ. Βόνιτσας το έτος 2000 και εν συνεχεία υπηρέτησε ως οπλίτης ιατρός τη στρατιωτική του θητεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λήμνου. Κατά τη χρονική περίοδο 2002 – 2004, ειδικεύθηκε στην εσωτερική παθολογία και κατά την περίοδο 2005 – 2009 ειδικεύθηκε στην καρδιολογία στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου νοσοκομείου Αθηνών. Έλαβε τον τίτλο της ειδικότητας της καρδιολογίας τον Σεπτέμβριο του 2009 και έκτοτε διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στη διεύθυνση Λ. Συγγρού 76, Αθήνα. Επίσης, έχει θέση επιστημονικού συνεργάτη/λέκτορα στην ιατρική σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου διδάσκει το μάθημα της καρδιολογίας. Είναι ακόμη μέλος της ιατρικής ομάδας της ΠΑΕ ΠΑΟ, υπεύθυνος για τον καρδιολογικό έλεγχο των αθλητών. Τέλος, διατηρεί συνεργασία με διάφορα ιδιωτικά νοσοκομεία με σκοπό την πληρέστερη και ολοκληρωμένη εξυπηρέτηση των ασθένων του. Είναι αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών με αντικείμενο της διατριβής του την υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση των υπερτασικών ασθενών στα αρχικά στάδια της νόσου. Ακόμη, είναι εξειδικευμένος στην επεμβατική καρδιολογία και πρόσφατα αναγνωρίστηκε επισήμως ως ειδικός στην αρτηριακή υπέρταση (Clinical Hypertension Specialist) από την ευρωπαϊκή εταιρία υπέρτασης (European Society of Hypertension). Επίσης, συγκαταλέγεται στην λίστα των ειδικών καρδιολόγων με πλήρη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος (Full Registration With a License to Practice) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει υπάρξει υπότροφος του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας τα έτη 2005 – 2007 και είναι συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών άρθρων σε έγκριτα ξένα και ελληνικά ιατρικά περιοδικά. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε σειρά ελληνικών και ξένων καρδιολογικών συνεδρίων ως ομιλητής Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Επεμβατικής Καρδιολογίας, της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Αντιυπερτασικής Εταιρείας, της Ελληνικής Αγγειολογικής Εταιρείας και της Ομάδας Εργασίας Αιμοδυναμικής και Επεμβατικής Καρδιολογίας.