“Θα του κάνω λίγα Μαθηματικά για μη χάσει την επαφή. Και λίγες ασκήσεις γλώσσας, ίσως. Τι λέτε;”
Είναι κάτι που άκουσα πάρα πολλές φορές αυτές τις μέρες. Η αγωνία των γονέων για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Απόλυτα δικαιολογημένη δεδομένων των συνθηκών. Το καθημερινό άχθος των ενηλίκων δεν αφορά μόνο στην επιβίωση τις ημέρες της καραντίνας, αλλά και στο μέλλον. Σε όποιο μέλλον οδηγούν όλα όσα ζούμε. Και τα παιδιά μας είναι το μέλλον. Ζούμε μαζί τους τις ημέρες που θα έρθουν. Ίσως και ζούμε γι’ αυτά τις ημέρες που θα έρθουν.
Πάρα πολλές φορές, στις συναντήσεις μας με τους εκπαιδευτικούς, αναφέρω πως για να είναι κανείς αποτελεσματικός δάσκαλος πρέπει να μπορεί να ακούει με το μυαλό και την ψυχή του τις αφηγήσεις των γονέων των μαθητών του. Κάθε γονέας έχει να πει μια ιστορία, και τα παιδιά είναι μέρος αυτής της ιστορίας, άρα για να δουλέψουμε μαζί τους πρέπει να λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη τις ιστορίες αυτές.
Στην προσπάθειά μου να απαντήσω στα ερωτήματα των γονέων για τα Μαθηματικά και τη Γλώσσα τις ημέρες της καραντίνας, βρέθηκα για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με το εσωτερικό ερώτημα: τι είναι η εκπαίδευση. Είναι μια στείρα διαδικασία που όσα γίνονται σε αυτήν αποσκοπούν στο να μάθουν στα παιδιά αλγόριθμους και χρονικές αντικαταστάσεις; Ή είναι μια διαδικασία που, μέσα απ’ όσα περιλαμβάνει, προετοιμάζει τους αυριανούς ενήλικες;
Είναι εύκολη η απάντηση. Είναι η διαδικασία που καλλιεργεί δεξιότητες χρήσιμες για το μέλλον, όπως η δημιουργικότητα, η κριτική σκέψη, η συνεργασία (η ομαδική δουλειά), η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων (όχι μόνο μαθηματικών), η ικανότητα να επικοινωνούν τις σκέψεις τους, να είναι καλοί ομιλητές, αλλά και καλοί συγγραφείς κειμένων κ.λπ. κ.λπ.
Σίγουρα αυτές οι μέρες θα μας κάνουν καλύτερους δασκάλους. Γιατί μας σπρώχνουν να σκεφτούμε δράσεις και δραστηριότητες που έχουν περιορισμούς.
Άρα, θα μπορούσε κανείς να απαντήσει πως με λίγα Μαθηματικά και ασκήσεις γλώσσας δεν προσφέρουμε τίποτα, παρά μόνο μια βαρετή διαδικασία διεκπεραίωσης, χωρίς καμία ουσιαστική αξία. Ξέρετε, η επαφή των παιδιών με το σχολείο χάνεται και κατά το καλοκαίρι, αλλά και στις μεγάλες διακοπές του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Τα παιδιά “αποκτούν επαφή” με το σχολείο μετά από μεγάλα διαστήματα διακοπών σχεδόν αμέσως. Το ίδιο θα γίνει και τώρα. Ξέρουμε πώς να το κάνουμε αλλά δεν είναι δα και κάτι τρομερό. Άρα, καμία χρεία δεν υπάρχει για ανοργάνωτες και άνευ σκοπού συγκεκριμένου ενασχολήσεις με ασκήσεις.
Όλα όσα γίνονται αυτές τις ήμερες στα σπίτια πρέπει να έχουν στόχο την ενασχόληση των παιδιών με δραστηριότητες που καλλιεργούν τις δεξιότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Εμείς στο σχολείο μας φροντίζουμε γι’ αυτό. Ίσως αυτές οι μέρες μας κάνουν καλύτερους γονείς. Όχι με τις ασκήσεις, αλλά με την ενασχόλησή μας με τα παιδιά, κάτι που, ας μην κρυβόμαστε, το έχουμε ξεχάσει οι περισσότεροι και οι περισσότερες. Και δεν είναι ενασχόληση η προτροπή “έλα, μην παίζεις άλλο στον υπολογιστή”, αλλά ενασχόληση είναι η ερώτηση που υποδεικνύει διαθεσιμότητα και νοιάξιμο: “Θελεις να μου δείξεις τι παίζεις; Να παίξω κι εγώ, λίγο, μαζί σου;”.
Σίγουρα αυτές οι μέρες θα μας κάνουν καλύτερους δασκάλους. Γιατί μας σπρώχνουν να σκεφτούμε δράσεις και δραστηριότητες που έχουν περιορισμούς. Την απόσταση. Την έλλειψη επαφής. Τα πρακτικά θέματα της καθημερινότητας. Όμως θα τα καταφέρουμε. Το κάνουμε ήδη.
Είναι εύκολο. Στην αρχή μοιάζει αδύνατο, μέχρι να γίνει. Θα τα καταφέρουμε.
Αρχική δημοσίευση από τον Τάσο Παπαναστασίου στην αθηΝΕΑ.