Στα επόμενα 4 λεπτά θα μάθεις:
-Τι δήλωσε ο Σωτήρης Τσιόδρας κατά την ενημέρωση από το Υπουργείο Υγείας σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων.
-Γιατί η επιστροφή των μαθητών στα σχολεία παραμένει ένα σύνθετο δίλημμα.
Πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ξεκινήσει την επιστροφή των παιδιών με φυσική παρουσία στη σχολική τάξη, όπως η Ολλανδία, η Γαλλία, η Ελβετία και η Αυστραλία, από χώρες του εξωτερικού εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ σε κάποιες χώρες, όπως η Εσθονία, η Ισλανδία και η Σουηδία, τα σχολεία δεν έκλεισαν ποτέ. Στη Δανία τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά είναι ανοιχτά περίπου ένα μήνα τώρα.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις, όμως, σε πολλές χώρες του κόσμου, εκφράζουν την αγωνία των ανθρώπων προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Να στείλουν ή να μη στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο; Ποιες είναι οι απαντήσεις του εκπρόσωπου του Υπουργείου Υγείας Σωτήρη Τσιόδρα πάνω σε αυτά τα διλήμματα τις οποίες ανέλυσε κατά την ενημέρωση διαπιστευμένων συντακτών υγείας;
“Πολλοί γονείς δεν θέλουν να στείλουν τα μικρά παιδιά στο σχολείο, επικαλούμενοι λόγους ασφαλείας. Κάποιοι μάλιστα θα ήθελαν τα παιδιά να μην πάνε καθόλου σχολείο, έως ‘ότου να υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία ή και εμβόλιο, το οποίο όμως αναμένεται να καθυστερήσει αρκετά. Από την άλλη μεριά, πολλοί γονείς δεν μπορούν να υποστηρίξουν οιαδήποτε εκπαιδευτική διδασκαλία στο σπίτι, ούτε μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους όσο τα σχολεία είναι κλειστά. Πρέπει ακόμα μια φορά να εστιάσουμε στις καταλληλότερες επιλογές, βάσει των έως τώρα διαθέσιμων δεδομένων, αλλά και των αναγκών των παιδιών”
Επιπλέον ο καθηγητής αφού επισήμανε τις αβεβαιότητες, που όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, σε σχέση με τον νέο ιό εξήγησε ότι πέραν των επιστημονικών δεδομένων πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και άλλες παραμέτρους, όπως κοινωνικές και οικονομικές.
Ενώ υπάρχουν πολλά επιστημονικά επιχειρήματα να επιστρέψουν τα μικρά παιδιά στο σχολείο, πολλοί γονείς προβάλλουν το εξίσου αληθινό επιχείρημα πως η επιστήμη δεν είναι ντετερμινιστική, δεν έχει καταλήξει σε συμπεράσματα της τάξης του 100% ασφάλεια που θα ήθελε να έχει κανείς για τα παιδιά του.
Είναι ασφαλής η επιστροφή στα σχολεία;
“Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που να σου προσφέρουν απόλυτη εγγύηση ότι η επιστροφή στο σχολείο είναι τελείως ασφαλής και πως κανένα παιδί δεν διατρέχει κίνδυνο”, εξηγεί ο Σωτήρης Τσιόδρας και συνεχίζει:
“Με τα ως τώρα δεδομένα, τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν και νοσούν ηπιότερα, ενώ ο ρόλος τους στη μετάδοση της νόσου φαίνεται να υπάρχει, αλλά ίσως σε περιορισμένο βαθμό. Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο. Αυτές οι γενικές διαπιστώσεις εκφράζουν τον μέσο όρο και δεν αποτελούν εγγύηση για το τι θα συμβεί στο κάθε παιδί που θα πάει σχολείο. Υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός παιδιών που ενδεχόμενα θα περάσουν σοβαρά τη νόσο, όπως και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θα την περάσουν ελαφρά. Υπάρχουν – ευτυχώς λίγες – τραγικές περιπτώσεις παιδιών, σε χώρες με υψηλό αριθμό περιπτώσεων της νέας νόσου, τα οποία εμφανίζουν το πολύ σπάνιο παιδιατρικό πολύ-συστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο. Έχουμε μιλήσει για αυτό. Άρα το συμπέρασμα από όλα αυτά, δεν είναι πως δεν συμβαίνουν ή δεν θα συμβούν σε εμάς, αλλά πως είναι πολύ σπάνια, είναι πάρα πολύ μικρή η πιθανότητά τους. Και όσον αφορά εμάς σαν επιστήμονες και επιστημονική Επιτροπή, θεωρώ πως δεν θα πρέπει να υπερτονίζουμε την αρνητική πλευρά των επιστημονικών δεδομένων.
Εντούτοις ακούγονται διαφορετικές τοποθετήσεις, ακόμα και από επιστημονικούς κύκλους, που μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους. Να γνωρίζετε καλά, μπορώ να το διαβεβαιώσω επιστημονικά, κάποια από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αντίστοιχα και για άλλες κοινές ιώσεις κάθε χειμώνα, όπως η γρίπη, όπως οι ιοί του κοινού κρυολογήματος. Και αυτοί σπανίως, σπανιότατα συνοδεύονται από σοβαρές επιπλοκές σε παιδιά. Ο ιός αυτός έχει τις ιδιαιτερότητές του. Αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται με ειδικό τρόπο, όμως η παρουσία του δεν μπορεί να σταματήσει τη ζωή και ζωτικές δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτή.”
Ποια άλλα επιχειρήματα λειτουργούν υπέρ του ανοίγματος των σχολείων.
Σύμφωνα πάντα με τον καθηγητή πρώτον, υπάρχει μια κρυφή ανισότητα στη μάθηση και την εκπαίδευση για τα παιδιά που ανήκουν σε πιο φτωχές οικογένειες, η οποία ενισχύεται σε περιόδους παύσης λειτουργίας των σχολείων, ακόμα και στις καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό έχει δειχθεί με σχολικές έρευνες πως συμβαίνει λόγω της μικρότερης πιθανότητας αυτά τα παιδιά στο σπίτι να έχουν ένα περιβάλλον που να ευνοεί την μαθησιακή-εκπαιδευτική διαδικασία και συνήθως διαβάζουν λιγότερο σε τέτοιες περιόδους.
Δεύτερον, υπάρχει σαφώς ένα κόστος σε χαμένη εκπαιδευτική διαδικασία, σε χαμένη γνώση. Αυτό δεν έχει ευρέως αξιολογηθεί και ιδιαίτερα με τον νέο κορονοϊό. Σε μελέτες του εξωτερικού, η πλειονότητα των παιδιών είτε δεν είχε καλή πρόσβαση είτε δεν παρακολουθούσε πλήρως τα διαδικτυακά μαθήματα. Οι περισσότεροι/ες μαθητές-μαθήτριες σε κάποιες έρευνες του εξωτερικού έως 75% δεν ολοκλήρωναν καν την εργασία που τους είχε ανατεθεί.
Τρίτον, αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο σημαντικές επιπτώσεις του απαγορευτικού στην πνευματική και ψυχική υγεία των παιδιών, με εμφάνιση άγχους, απομόνωσης, φαινόμενα όπως ο εθισμός στο διαδίκτυο, κυρίως λόγω της απομάκρυνσης από τα σχολεία και το φιλικό τους καθημερινό περιβάλλον. Ας μην υποτιμάμε την επιρροή του σχολείου στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Αυτή την στιγμή έχουμε παιδιά στα σπίτια, που εδώ και βδομάδες δεν έχουν ουσιαστική επαφή με τους συνομήλικους τους.
Τέταρτον, υπάρχουν οικονομικοί λόγοι που αφορούν τους γονείς και την κοινωνία. Εγώ δεν είμαι ειδικός να σας τους αναλύσω.
Τι θα λειτουργήσει προς το καλύτερο συμφέρον του κάθε παιδιού και του οικογενειακού του περιβάλλοντος ξεχωριστά, είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Και πάνω σε αυτό το ερώτημα η απάντηση του κυρίου Τσιόδρα είναι η εξής: “Για ένα παιδί που ανήκει σε μια ευπαθή ομάδα, ένα παιδί που μένει με την γιαγιά ή τον παππού ή κάποια άλλη ευπαθή ομάδα στο σπίτι, ένα παιδί που ζει σε ένα σπίτι που συστεγάζονται πολλές γενιές μαζί, είναι σημαντικό για την υγεία του, την υγεία τους, να μην πάει στο σχολείο αυτή τη στιγμή με στόχο, όμως, να μην βλαφθούν και οι υπόλοιπες παράμετροι που προαναφέραμε.
Το κόστος της μη παρακολούθησης θα είναι πάντα υψηλότερο για ένα παιδί που έχει λιγότερες ευκαιρίες πρόσβασης στην μάθηση, για ένα παιδί που ζει, ενδεχομένως, σε ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον.
Τέλος, είναι σημαντικό να ξέρει κανείς τι θα κάνει το παιδί που δεν θα πάει σχολείο. Αν είναι σπίτι σε απομόνωση, σαφώς και είναι ασφαλέστερο από το να εκτεθεί στον νέο ιό με την επαφή του με τον έξω κόσμο, με τα άλλα παιδιά. Αν, όμως, ένα παιδί βγαίνει για να παίξει σε μια γειτονιά και στις πλατείες εκτίθεται σε επαφή ούτως ή άλλως και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που είναι μη ελεγχόμενο, όπου δεν είναι και σίγουρο ότι τηρούνται τα μέτρα.
Είμαστε έτοιμοι να κρατήσουμε τα παιδιά μας σε απομόνωση;
“Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει αυτή την στιγμή πως οι κίνδυνοι είναι περισσότεροι από το όφελος των παιδιών που επανέρχονται στην σχολική διαδικασία”, αναφέρει ο Σωτήρης Τσιόδρα και συνεχίζει: “Βέβαια, κάτι που λειτουργεί καλά για ένα παιδί, μπορεί να μην λειτουργεί καλά για ένα άλλο. Οριζόντιες αποφάσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να λαμβάνονται σε αυτή τη φάση”
Ποια είναι η καταλληλότερη στρατηγική για την πατρίδα μας, όταν μάλιστα δεν έχουμε όλα τα δεδομένα, όπως και οι περισσότερες χώρες;
“Φαίνεται πως δεν υπάρχει, ούτε και είναι απαραίτητη μια εγγύηση 100% για την επιστροφή των παιδιών στις τάξεις, επισημαίνει ο καθηγητής. “Για τα νηπιαγωγεία και τους παιδικούς σταθμούς είναι ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Εκεί είναι σαφές πως δεν είναι πρακτικά εφικτή η διατήρηση της απόστασης και εκεί υπάρχουν άλλοι κανόνες. Υγιεινή των χεριών, να μην φέρνουν τα παιδιά παιχνίδια από το σπίτι, να γίνονται περισσότερες δραστηριότητες σε υπαίθριους χώρους, να χωρίζονται τα παιδιά σε μικρές ομάδες, να απαγορεύεται η είσοδος των γονέων στο κτίριο ή και να διατηρούνται αποστάσεις μεταξύ των γονέων στις θύρες του σχολείου, είναι κάποια από τα μέτρα που προτείνουν διεθνείς οργανισμοί”
‘Το άνοιγμα των σχολείων για τα μικρά παιδιά παραμένει ένα σύνθετο δίλημμα“
“Υπάρχουν αρκετά υπέρ και κάποιοι ενδοιασμοί, εξηγεί ο καθηγητής. Από την άλλη, η δεδομένη χρονική στιγμή μοιάζει η καταλληλότερη για να επιστρέψουν τα περισσότερα παιδιά υπό προϋποθέσεις στην κανονικότητα που του στερήσαμε. Κατά τη γνώμη μου, τα οφέλη είναι περισσότερα από τους κινδύνους και όσο περνάει ο καιρός, το κοινωνικό κόστος στο να κρατά κανείς τα σχολεία κλειστά, θα μεγεθύνεται. Μπορούν να επιστρέψουν στα Δημοτικά τα παιδιά μας, με κανόνες υγιεινής, με κάποια μέτρα απόστασης προσαρμοσμένα στη λειτουργία του σχολείου, στην ασφάλεια των παιδιών και του προσωπικού. Ήδη στις γειτονιές μας έχουν αρχίσει πολλά παιδιά να παίζουν μαζί. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να μπορούμε να έχουμε έναν συνεχή έλεγχο και εκτίμηση των δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, κατά το δυνατόν, ώστε το τρίπτυχο για το οποίο μιλάμε όλον αυτόν τον καιρό, του ελέγχου, της ιχνηλάτησης, της απομόνωσης, να τηρείται προσεκτικά όπως σε όλους τους χώρους, και στο χώρο του σχολείου”
“Δεν πρέπει να μείνουμε στην περιπτωσιολογία”
Τονιζει ο καθηγητής επισημαίνοντας τα εξής: “Ζούμε κάτι έκτακτο. Κάθε οικογένεια, κάθε παιδί είναι διαφορετικό, αλλά να μην μείνουμε σε αυτό. Η αλήθεια είναι πως τελικά ό,τι και να εισηγηθεί η επιστημονική μας Επιτροπή, ό,τι και να αποφασίσει η Πολιτεία, την καλύτερη απόφαση για τα παιδιά τους, θα την πάρουν στο οικογενειακό περιβάλλον οι δικοί τους άνθρωποι, οι οικείοι τους, με γνώμονα τι είναι το καλύτερο για το παιδί τους, τι συμφέρει το παιδί τους πιο πολύ αυτή τη στιγμή. Όλοι μας έχουμε να μάθουμε από την πανδημία και τον έως τώρα χειρισμό της. Κάθε χώρα, κάθε Οργανισμός πρέπει να μάθει από την εμπειρία, να αναγνωρίσει την ανάγκη της συνεχούς αξιολόγησης όλων αυτών που συμμετείχαν στο χειρισμό και της καλόπιστης συζήτησης για ανάγκες περαιτέρω βελτίωσης σε μελλοντικούς χειρισμούς”
Τέλος ο καθηγητής κλείνει υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με τον επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο κίνδυνος παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Αρχικά αποτελέσματα από ορολογικούς ελέγχους με αντισώματα, δείχνουν στην καλύτερη ποσοστά 20% σε κάποιες μεμονωμένες γεωγραφικές περιοχές χωρών με μεγάλη εξάπλωση της νόσου, ενώ στις περισσότερες χώρες του κόσμου έχει μολυνθεί λιγότερο από 10% του πληθυσμού. Ο δρόμος προς την επιστροφή πρέπει να συνεχιστεί με προσοχή, με έλεγχο, με τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά κριτήρια, χωρίς έμφαση στις αβεβαιότητες.