Στα επόμενα 3 λεπτά θα μάθεις:
-Γιατί ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 είναι ο ενδεικνυόμενος τρόπος για την παρακολούθηση της πανδημίας.
-Τι έδειξε έρευνα στην Ιρλανδία σε 6 διαφορετικά τεστ.
Στα μέσα περίπου του καλοκαιριού του 2020, πολλές δημοσιευμένες μελέτες ανέφεραν ότι τα αντισώματα που παράγει το ανοσοποιητικό μας σύστημα έναντι του νέου κορoνοϊού μειώνονται γρήγορα είτε στους ήπια είτε στους βαρύτερα νοσήσαντες με COVID-19. Επιπλέον, αναφέρθηκαν και περιπτώσεις ασυμπτωματικών ατόμων που, ενώ ήρθαν σε επαφή με τον ιό, δεν ανέπτυξαν καθόλου αντισώματα. Τα δεδομένα αυτά θορύβησαν την επιστημονική κοινότητα γιατί υποστήριζαν ότι η ενεργοποίηση της χυμικής ανοσίας στο νέο κορωνοϊό (δηλαδή η παραγωγή αντισωμάτων) είναι μάλλον πολύ σύντομης διάρκειας. Ως αποτέλεσμα, πολλοί επιδημιολόγοι προέταξαν τον μοριακό έλεγχο (που ανιχνεύει το γενετικό υλικό του SARS-CoV-2, για την παρακολούθηση της πορείας της πανδημίας.
Τα 6 τεστ που δοκιμάστηκαν
Πιο συγκεκριμένα οι καθηγητές του EKΠA εξηγούν πως ακριβώς δοκιμάστηκαν 6 διαφορετικά τεστ αντισωμάτων έναντι διαφορετικών πρωτεϊνών του κορoνοϊού. Τα SARS-CoV-2 αντισώματα μετρήθηκαν σε περίπου 30.000 άτομα στην Ισλανδία, χώρα με ιδιαίτερα χαμηλό αριθμό κρουσμάτων (περίπου 2.000) και μόλις 10 θανάτους. Στόχος των ερευνητών ήταν να εκτιμηθεί μεταξύ άλλο και οι μεταβολές στα επίπεδα των αντισωμάτων τους πρώτους 4 μήνες μετά τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2 και πώς οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με το φύλο, την ηλικία, συγκεκριμένους φαινότυπους (πχ. δείκτη μάζας σώματος, κάπνισμα, λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων) και τα συμπτώματα της COVID-19. Σημειωτέον ότι στην Ιρλανδία μέχρι τις 15 Ιουνίου 2020, το 15% που πληθυσμού είχε ήδη υποβληθεί σε μοριακό έλεγχο. Για τη μελέτη τους οι επικεφαλής της έρευνας (ο Stefansson και η ομάδα του) έκαναν τυχαιοποιημένες δειγματοληψίες. Οι ομάδες των εθελοντών περιελάμβαναν: 23.500 άτομα που δεν ήταν γνωστό αν είχαν εκτεθεί στον ιό, 4.200 άτομα που είχαν εκτεθεί στον ιό και ήταν σε καραντίνα, και 1.200 άτομα με θετικό μοριακό τεστ και θετικά αντισώματα τα οποία παρακολουθήθηκαν για 4 συνεχόμενους μήνες.
Τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με τα τεστ ήταν τα παρακάτω:
- Τα πλέον αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων από τα 6 διαφορετικά που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη ήταν 2 που μετρούσαν συγχρόνως όλες τις τάξεις των ανοσοσφαιρινών (IgG, IgM και IgA ή αλλιώς pan-Ig).
- Το 91,2% των ατόμων που νόσησαν και ανέρρωσαν ανέπτυξαν αντισώματα και μάλιστα ο τίτλος των αντισωμάτων τους αυξήθηκε τους πρώτους 2 μήνες μετά τη λοίμωξη και στη συνέχεια παρέμεινε σταθερός.
- Από τα άτομα σε καραντίνα, το θετικό για αντισώματα ποσοστό ήταν μόλις 2,3%.
- Από τα άτομα που ήταν άγνωστο αν εκτέθηκαν στον ιό, μόνο το 0,3% ανέπτυξαν ανιχνεύσιμα αντισώματα στο αίμα τους.
- Τα επίπεδα των αντισωμάτων ήταν υψηλότερα στους νοσηλευθέντες και στα ηλικιωμένα άτομα.
- Τα επίπεδα των αντισωμάτων στους νοσηλευθέντες ήταν χαμηλότερα στις γυναίκες, οι οποίες, συγκριτικά με τους άντρες, νοσηλεύτηκαν σε μικρότερο ποσοστό.
- Άτομα με υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος είχαν και υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, ενώ οι καπνιστές και όσοι λάμβαναν αντιφλεγμονώδη φάρμακα είχαν αρκετά χαμηλότερα επίπεδα.
- Από τα άτομα που ήταν θετικά για αντισώματα, μόνο το 56% είχε διαγνωστεί θετικό με μοριακό έλεγχο, αποτέλεσμα που δείχνει ότι τα τεστ αντισωμάτων αναγνωρίζουν μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που εκτέθηκαν στον κορωνοϊό και ισχυροποιεί τη χρήση των τεστ αντισωμάτων για την εκτίμηση της έκτασης και την παρακολούθηση της πανδημίας.
- Πάνω από το 90% των μοριακά επιβεβαιωμένων μολυνθέντων που μετρήθηκαν διαδοχικά για τα επίπεδα αντισωμάτων τους, παρέμειναν οροθετικοί 4 μήνες μετά την αρχική διάγνωση, χωρίς μάλιστα να μειωθούν τα αντισώματα στο αίμα τους.
- Τέλος, ο χρόνος της δειγματοληψίας για τεστ αντισωμάτων είναι ιδιαίτερης σημασίας. Αν γίνει αμέσως μετά ή κοντά στη μόλυνση από τον SARS-CoV-2, μπορεί να παρατηρηθεί παροδική μείωση των αντισωμάτων. Αντίθετα, αν η δειγματοληψία γίνει αργότερα (~2 μήνες) μπορεί να απεικονίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος. Με βάση τη μελέτη στην Ισλανδία, τα αντιSARS-CoV-2 αντισώματα φαίνεται να προστατεύουν στον οργανισμό για τουλάχιστον 4 μήνες μετά τη μόλυνση.
Τι παραμένει ασαφές
Κατά πόσον η παρουσία αντι-SARS-CoV-2 αντισωμάτων στο αίμα αποκλείει την πιθανότητα επαναμόλυνσης από τον κορωνοϊό, παραμένει ακόμα ασαφής. Ωστόσο, τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν από τον Stefansson και τους συνεργάτες του συστήνουν τα τεστ αντισωμάτων ως την ενδεικνυόμενη διαγνωστική στρατηγική (σε σύγκριση με το μοριακό έλεγχο) για την αξιολόγηση του επιπολασμού του ιού σε πληθυσμιακό επίπεδο, έναν κρίσιμο παράγοντα για την ασφαλή επαναφορά μας στην κανονικότητα. Επιπλέον, τα αντισώματα είναι οι καλύτεροι διαθέσιμοι βιοδείκτες για την άμεση αξιολόγηση της επιτυχίας των εμβολίων που ελπίζουμε σύντομα να τερματίσουν την πανδημία.
Διάβασε ακόμα:
COVID-19: Τα υπό έρευνα εμβόλια σε νούμερα
COVID-19: Τι γνωρίζουμε σίγουρα για τον ιό σύμφωνα με τους ειδικούς του Harvard