Στα επόμενα 5 λεπτά θα μάθεις:
-Τι σημαίνει το κλάμα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας.
-Ποιοι χρησιμοποιούν το κλάμα χειριστικά.
Κάποιοι από εμάς κλαίμε εύκολα και με το παραμικρό. Κι άλλοι δεν επιτρέπουμε ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει στα μάγουλά μας, ακόμα και σε στιγμές εξαιρετικής στεναχώριας ή πίεσης. Εξάλλου, η στάση απέναντι στο κλάμα στις κοινωνίες της Δύσης είναι γνωστό ότι είναι αποτρεπτική. Αποτέλεσμα όχι μόνο το δικό μας κλάμα αλλά μερικές φορές ακόμα και των άλλων να μάς αναστατώνει. Κι έτσι όλοι μαζί ως σύστημα καταλήγουμε να κάνουμε τα πάντα, προκειμένου να εκπαιδεύσουμε τους ανθρώπους, ακόμα κι από την παιδική τους ηλικία, να είναι τόσο δυνατοί, ώστε να αποφεύγουν το κλάμα. Είναι, όμως, τελικά αυτό δύναμη; Ή αδυναμία; Ας δούμε τι έχει να πει πάνω σε αυτό ο Γιώργος Παπαγεωργίου, ψυχοδυναμικός ψυχολόγος και Διευθυντής της Ψυχικής Φροντίδας.
Ξέρουμε ότι για τα μωρά το κλάμα είναι ένας τρόπος να εκφράσουν τις ανάγκες τους. Για τους ενήλικες, όμως;
Ναι, αλλά για να ακριβολογούμε δεν εκφράζουν γενικά μόνο τις ανάγκες τους. Με το κλάμα εκπέμπουν ένα σήμα συναισθημάτων. Μάλιστα, όχι μόνο τα μωρά αλλά γενικά οι άνθρωποι, μέσα από το κλάμα, εξυπηρετούμε τρεις σκοπούς:
Ο ένας είναι το πλύσιμο των ματιών από ξένα σώματα, όπως είναι τα άλατα ή η σκόνη, αλλά και σχετική απολύμανση, επειδή τα δάκρυα περιέχουν ένα ένζυμο που έχει κάποια βακτηριοκτόνο δράση, η οποία αποτρέπει μολύνσεις στο μάτι.
Η δεύτερη σκοπιμότητα που έχει το κλάμα και ειδικά τα δάκρυα είναι η απομάκρυνση των τοξινών από το σώμα. Η καυτή αίσθηση που έχουν συχνά τα δάκρυα είναι εξαιτίας των τοξινών που εμπεριέχονται σε μεγάλη περιεκτικότητα. Με το κλάμα όχι μόνο γλιτώνουμε από αυτές, αλλά επιπλέον παράγεται ένα είδος φυσικών παυσίπονων που λέγονται ενδορφίνες, οι οποίες κυκλοφορούν στο σώμα με έντονη καταπραϋντική δράση. Γι’ αυτό αισθανόμαστε αυτή τη λυτρωτική ανακουφιστική δράση μετά από ένα καλό, γερό κλάμα.
Τρίτον, ο άνθρωπος, όπως κι όλα τα αναπτυγμένα θηλαστικά, κλαίει για να εκφράσει μία συναισθηματική οδύνη, δηλαδή μία μεγάλη στεναχώρια. Είναι λοιπόν το κλάμα ένα οπτικό σήμα, που εκπέμπει στους γύρω το συναίσθημα στεναχώριας, το οποίο μάς έχει κυριεύσει, είτε από θλίψη είτε από πόνο. Ο άνθρωπος όμως έχει πάει τη χρήση του κλάματος σε ένα άλλο επίπεδο, που τα υπόλοιπα θηλαστικά δεν έχουν. Ο άνθρωπος παράγει δάκρυα αλλά και χρησιμοποιεί το κλάμα για να χειριστεί συναισθηματικά τούς άλλους. Είναι σαφέστατα ένας τρόπος χειρισμού.
Η πρώτη αντίδραση πάντως πολλών από εμάς, όταν βλέπουμε κάποιον να κλαίει ακόμα κι απέναντι σε ένα μικρό παιδί, είναι “μην κλαις”. Είναι σωστή αυτή η παρότρυνση;
Δεν ξέρω πώς σου ακούγεται, όμως ναι, είναι σωστή παρότρυνση. Θα εξηγήσω, βέβαια, τι εννοώ. Το κλάμα δεν είναι ντροπή, ίσα-ίσα είναι ανακουφιστικό. Καταπραΰνει και ελευθερώνει συναίσθημα, και για αυτό το επιτρέπουμε ή ακόμα και το προτρέπουμε, αν κρίνουμε πως λείπει, ειδικά σε ανθρώπους “κλειδωμένους” συναισθηματικά. Γενικά όμως, και μάλιστα σχετικά γρήγορα, καταλήγουμε σε μία παρότρυνση που ουσιαστικά σημαίνει “μην κλαις αλλού ή εκεί έξω”, παρά μόνο π.χ. στο δωμάτιό σου ή ακόμα καλύτερα μέσα στο γραφείο μου (του ψυχολόγου).
Κι αυτό γιατί σκοπός μας είναι να μειώσουμε το πόσο κλαίει κάποιος στη ζωή του, ακριβώς για να “αναγκαστεί” (με την πολύ ευγενική έννοια να “αναγκαστεί”) να εκφράζει τα συναισθήματά του παραγωγικότερα για τον ίδιο κι όχι μόνο μέσα από το κλάμα.
Ένας πρακτικός ορισμός της Ψυχοθεραπείας είναι να μάθουμε να κάνουμε κάτι ενάντια στις αιτίες που μας κάνουν να κλαίμε ή να… κλαψουρίζουμε.
Οι περισσότεροι, όμως, έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι το κλάμα είναι αδυναμία. Ισχύει αυτό; Ποιος ευθύνεται για αυτή τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση;
Είναι αλήθεια ότι αρκετοί έχουν μεγαλώσει με έντονη γονεϊκή “διδασκαλία”, που κατέληξαν να την κάνουν πεποίθηση, ότι το κλάμα είναι αδυναμία. Προσωπικά πιστεύω ακράδαντα πως αυτός που μαθαίνει στο παιδί του ότι το κλάμα είναι αδυναμία είναι ο ίδιος ένας συναισθηματικά αδύναμος γονιός.
Και το άλλο άκρο πάντως θέλει προσοχή: ένας γονιός που αποδέχεται το παιδί του να είναι εύκολα “κλαψιάρικο”, δεν θα πρέπει να περιμένει πολλά καλά στη συνέχεια. Το παιδί μαθαίνει, στην ουσία εκπαιδεύεται στο κλάμα τόσο καλά, που καταλήγει να το χρησιμοποιεί ως “όπλο” για να χειρίζεται τους άλλους γύρω του.
Δεν είναι όμως μόνο τα παιδιά που μπορούν να γίνουν χειριστικά με το κλάμα, είναι και οι γονείς. Να ξέρετε κάτι: αν ο γονιός ο ίδιος πχ. η μάνα, είναι η ίδια χειριστική με το κλάμα της, τότε το παιδί της θα την ξεπεράσει και σε αυτό. Θα σας το πω με έναν κανόνα που τον πιστεύω: οι ενήλικοι που εξασκούν οι ίδιοι συμπεριφορές με συναισθηματικούς εκβιασμούς στην ανατροφή των παιδιών τους (π.χ. κάνε ή μην κάνεις αυτό, ειδάλλως δεν θα σε αγαπάω), καταλήγουν να μεγαλώνουν παιδιά που θα γίνουν ακόμα πιο επιδέξια στον τομέα αυτό από τους γονείς τους. Μάλιστα, τέτοια φαινόμενα είναι τόσο ισχυρά στη βάση τους που αντιστρέφονται μόνο με ψυχοθεραπεία.
Υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται να κλάψουν. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ναι, πράγματι, υπάρχουν. Συνήθως προσδιορίζονται μέσα από δύο κατηγορίες. Η μία κατηγορία είναι συνήθως οι άνθρωποι που έχουν κλάψει τόσο νωρίς και τόσο πολύ στη ζωή τους, με αποτέλεσμα μέσα τους κυριολεκτικά να έχουν “στερέψει τα δάκρυα” ή οι άνθρωποι που τους απέτρεψαν από πολύ μικρή ηλικία να κλαίνε. Μάλιστα, πολλοί άνθρωποι, με έντονη ψυχαναγκαστική προσωπικότητα, οφείλουν σε αυτό τη ρίζα των προβλημάτων τους. Αυτό συμβαίνει γιατί μικροί έκλαψαν τόσο πολύ χωρίς κανένα όφελος, χωρίς να βρουν κάποια ανταπόκριση, που κατέληξαν στο συμπέρασμα: “κλάψω, δεν κλάψω προσοχή και φροντίδα δεν θα λάβω, άρα το κλάμα είναι μάταιο”. Κι αυτό το συμπέρασμα ορίζεται όχι τόσο ξεκάθαρα μέσα τους όσο σε ένα βαθιά ασυνείδητο επίπεδο. Η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνοι που σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την εφηβεία, η ζωή τους τα έφερε έτσι που θα έπρεπε να κλάψουν πολύ, π.χ. για τον γάμο, τις σχέσεις, την εργασία τους, τις επιλογές τους, αλλά το απαγόρευσαν μόνοι τους στον εαυτό τους αυτό το κλάμα. Και είναι πολύ πιθανό το κλάμα σε αυτή την περίπτωση να σωματοποιηθεί και να εκφραστεί με άλλα συμπτώματα.
Το κλάμα δεν είναι ντροπή, ίσα-ίσα είναι ανακουφιστικό. Καταπραΰνει και ελευθερώνει συναίσθημα, και για αυτό το επιτρέπουμε ή ακόμα και το προτρέπουμε, αν κρίνουμε πως λείπει, ειδικά σε ανθρώπους “κλειδωμένους” συναισθηματικά.
Αυτοί οι άνθρωποι πάντως που δύσκολα κλαίνε, μπορεί να δείχνουν σκληροί αλλά δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα έτσι. Μάλιστα, συχνά αποδεικνύονται, ειδικά μέσα σε μία ψυχοθεραπεία, πως είναι και πολύ ευαίσθητοι, ακόμα κι όταν αναφέρουν ότι έχουν δεκαετίες να κλάψουν.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που δεν μπορούν να διαχειριστούν το κλάμα του άλλου. Ισχύει αυτό;
Ναι, ισχύει. Μπορεί να είναι εκείνοι που δεν αντέχουν τα συναισθήματα των άλλων. Μπορεί όμως και να είναι αυτοί που έχουν απηυδήσει από το π.χ. συχνό και χειριστικό κλάμα ενός χειριστικού γονιού τους, συνήθως της μητέρας τους, αλλά όχι αποκλειστικά. Πολλοί άντρες, ακόμη και σε μεγάλη σχετικά ηλικία, κυριολεκτικά σχεδόν “παλαβώνουν”, όταν έρχονται αντιμέτωποι με το κλάμα της μάνας τους. Τους είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούν το πόσο χειριστική αυτή μπορεί να είναι.
Και ενώ οι άλλοι (με πρώτη πρώτη συνήθως τη σύζυγό τους) το αντιλαμβάνονται εύκολα αυτό, οι ίδιοι δεν μπορούν να το αντιληφθούν, ακόμα κι όταν τους το εκπέμπεις μέσα στην ψυχοθεραπεία τους. Σε αντιδιαστολή, θα πρέπει να πω ότι οι γυναίκες-κόρες είναι πολύ πιο ικανές να αντιληφθούν το χειριστικό κλάμα της δικής τους μάνας.
Μιλώντας γενικότερα πάντως, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι εκλαμβάνουν το κλάμα ως ένα σήμα που εκπέμπει συναισθήματα, όπως και κυριολεκτικά είναι, απέναντι στο οποίο συμπεριφέρονται ανάλογα με σεβασμό, φροντίδα και συμπόνοια.
Στα γραφεία των ψυχοθεραπευτών υπάρχει πάντα ένα κουτί με χαρτομάντηλα; Κλαίνε…συχνά οι θεραπευόμενοι. Έτσι δεν είναι; Τι θέση κατέχει το κλάμα στην ψυχοθεραπεία;
Εδώ με βλέπεις να χαμογελάω, επειδή έχεις προσέξει αμέσως και από την αρχή τα δικά μου κουτιά με χαρτομάντηλα στο γραφείο μου!
Ναι, οι θεραπευόμενοι κλαίνε τακτικά και το κλάμα έχει σημαντικότατη θέση στην ψυχοθεραπεία. Κομβική θα έλεγα. Αρκετά συχνά μάλιστα, όταν κυριαρχεί και εκφράζεται, σηματοδοτεί ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην εξέλιξη της ψυχοθεραπείας. Πρέπει να πω πάντως πως το κλάμα στις ψυχοθεραπείες έχει συχνά σημαντικότατη θέση και με την …απουσία του! Είναι το κλάμα που δεν ξεσπά ποτέ, το δάκρυ που δεν έχει κυλήσει, αυτό το βουβό κλάμα, όπως το λέμε πολλές φορές, που μπορεί να είναι τόσο παγωμένο που κυριαρχεί με την έλλειψή του. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ότι ένα σιωπηλό λαμπύρισμα δακρύων στα μάτια κάποιων ανθρώπων μπορεί να είναι συχνά πιο κραυγαλέο κι από ένα γοερό αναφιλητό, αποκαλύπτοντας πράγματα για την ψυχή. Η μη έκφραση του κλάματος λοιπόν είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, αφού συχνά το κλάμα που δεν έρχεται, σε ιδιαίτερα και ευαίσθητα σημεία της ψυχοθεραπείας, σηματοδοτεί πως έχει ήδη συμβεί έντονα σε προηγούμενα χρόνια της ζωής.
Η στιγμή που ο θεραπευόμενος αφήνει τα δάκρυα του να κυλήσουν… Τι σημαίνει για τη σχέση του με τον ψυχοθεραπευτή ή και με τον εαυτό του;
Σημαίνει εμπιστοσύνη προς τον θεραπευτή. Σημαίνει επίσης και ειλικρίνεια στην εξωτερίκευση. Μπορεί όμως και να σημαίνει χειρισμό ενός ανοίγματος εξιστόρησης ανάλογα με τον θεραπευόμενο, ιδιαίτερα στους έντονα ψυχοπαθητικούς που έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο ψεύτικο, χειριστικό κλάμα.
Θα προσθέσω επίσης πως, παρότι τα δάκρυα και το κλάμα είναι δυσάρεστη κατάσταση, είναι πάντα ωφέλιμα στην ψυχοθεραπεία, ακόμη κι όταν γίνονται χειριστικά από το θεραπευόμενο, με στόχο να αποσπάσει προσοχή ή φροντίδα ιδιαίτερη.
Διότι ένας έμπειρος θεραπευτής μπορεί να κάνει τις κατάλληλες επισημάνσεις στην κατάλληλη στιγμή, ώστε να ανοίξει ένα θέμα, που σπάνια θα το τολμήσει με άλλους ανθρώπους στη ζωή του ο θεραπευόμενος να αποκαλύψει ή να συζητήσει. Και η λύση τέτοιων θεμάτων είναι απολύτως θεραπευτική σε ό,τι προηγούμενο πονάει την ψυχή του θεραπευόμενου.
Οι θεραπευόμενοι κλαίνε τακτικά και το κλάμα έχει σημαντικότατη θέση στην ψυχοθεραπεία. Αρκετά συχνά μάλιστα, όταν κυριαρχεί και εκφράζεται, σηματοδοτεί ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην εξέλιξη της ψυχοθεραπείας.
Θυμάμαι είχα έναν εξαιρετικό ψυχίατρο-εκπαιδευτή που μου το είχε πει σχηματικά: τα δάκρυα από μία άποψη είναι το “νόμισμα” της ψυχοθεραπείας. Κάποιοι το πληρώνουν λίγο-λίγο με πολλά αλλά “ψιλά νομίσματα”, δηλαδή μέσα από ένα εύκολο και διαρκές κλάμα. Κι άλλοι το πληρώνουν σε λίγα “χοντρά χαρτονομίσματα”. Είναι αυτοί που κλαίνε σπάνια και λίγο, το κλάμα τους όμως έχει κομβικότατη σημασία στο να ωριμάσουν ψυχικά. Τα δάκρυα είναι το μέσο με το οποίο πληρώνουμε την αλλαγή μας μέσα από την ψυχοθεραπεία. Και θα έλεγα να μην τα φοβόμαστε.
Δεν θα ήταν σωστό, όταν κλαίει κάποιος την ώρα που εκμυστηρεύεται μια τραυματική εμπειρία στον ψυχοθεραπευτή του, εκείνος να του σκουπίσει τα δάκρυα; Έχω πληροφορίες ότι ποτέ δεν γίνεται αυτό…
Σε μία ψυχοθεραπεία, είτε ατομική είτε σε ομάδα, υπάρχουν κανόνες δεοντολογίας οι οποίοι προστατεύουν και θεραπευτή και θεραπευόμενο. Το να σκουπίσεις τα δάκρυα σε κάποιον μπορεί να ακούγεται τρυφερό, όμως είναι παρακινδυνευμένο να οδηγήσει σε αγκαλιά. Σε μία ψυχοθεραπεία, οι κανόνες αγγίγματος από τον θεραπευτή είναι πολύ συγκεκριμένοι. Βέβαια, όλοι οι θεραπευτές έχουν βιώσει και ξέρουν από εξαιρέσεις, αλλά αυτό είναι παρακινδυνευμένο να το συζητήσεις σε γενικά πλαίσια. Οι δεοντολόγοι καιροφυλακτούν για επίκριση.
Ο ψυχοθεραπευτής κάποιες φορές θα σε αφήσει να πάρεις το χαρτομάντιλο μόνος σου αν κλάψεις προκειμένου να σκουπίσεις τα δάκρυά σου. Κάποιες φορές, όμως, μπορεί να σου απλώσει το κουτί με τα χαρτομάντιλα για να τραβήξεις ένα. Πίστεψέ με οι μικρές αυτές διαφορές στις κινήσεις είναι υψηλής σημασίας και αποφασίζονται ανάλογα με τον θεραπευόμενο που έχει απέναντί του ο θεραπευτής. Επίσης θα σου δώσω ένα παράδειγμα: τώρα με την κρίση του κορονοϊού, μία θεραπευόμενη που αφαιρεί τη μάσκα της για να σκουπίσει δάκρυα. Ε, σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να την επαναφέρεις στο τυπικό πλαίσιο καραντίνας. Ο θεραπευτής που θα το κάνει θα χάσει στιγμή μεγάλης αξίας.
Γιατί να επιλέξει κάποιος μια θεραπεία (στην προκειμένη περίπτωση την ψυχοθεραπεία) που τον κάνει να κλαίει;
Αυτό είναι γενικότερο θέμα. Καταρχήν, το κλάμα πολύ συχνά σηματοδοτεί μία λύτρωση, άρα είναι για καλό.
Είναι πολλοί, ωστόσο, που ξεκινούν ψυχοθεραπεία με μία εσφαλμένη εντύπωση πως πάνε για να νιώσουν γενικά καλύτερα ή για να διασκεδάσουν την όποια πίκρα τους. Η ψυχοθεραπεία όμως είναι μία έντονα βιωματική διαδικασία στην οποία για να φροντίσει ο θεραπευτής πραγματικά κάποιον χρειάζεται να “αγγίξει” πολλά από τα ψυχικά θέματα που τον πονούν. Αυτό πολύ συχνά εμπεριέχει κλάμα.
Οι περισσότεροι θεραπευόμενοι ξεκινούν έχοντας θέματα προβλημάτων συμπεριφοράς και σχέσεων με άλλους και ζητούν συμβουλές. Αυτό σημαίνει ότι προσεγγίζουν την ψυχοθεραπεία ακόμα επιδερμικά και δεν έχουν εμβαθύνει στα βαθύτερα θέματά τους.
Πότε το κλάμα ξεφεύγει από τα όρια του φυσιολογικού και συνδέεται με την ψυχική διαταραχή της κατάθλιψης;
Όταν γίνεται πολύ συχνό και χωρίς εμφανές εξωτερικό ερέθισμα. Τέτοιο ερέθισμα μπορεί να είναι μία πραγματική στεναχώρια ή σκηνή σε μία ταινία ή ένα δυσάρεστο νέο. Όταν το κλάμα φαίνεται σε έναν τρίτο παρατηρητή να γίνεται στα καλά καθούμενα, τότε είναι πολύ ύποπτο πως είναι συνοδό σύμπτωμα σε κατάθλιψη.
Τα δάκρυα από μία άποψη είναι το “νόμισμα” της ψυχοθεραπείας. Κάποιοι το πληρώνουν λίγο-λίγο με πολλά αλλά “ψιλά νομίσματα” κι άλλοι το πληρώνουν σε λίγα “χοντρά χαρτονομίσματα”.
Το κλάμα δεν είναι από τα μεγέθη που μπορείς εύκολα να τα μετρήσεις. Θα έλεγα όμως ότι όσο συμβαίνει λίγες (μονοψήφιες) φορές μέσα σε ένα έτος είναι απόλυτα φυσιολογικό. Δεν είναι πολύ σπάνιο να μας τύχουν σκηνές που αξίζουν να κλάψουμε. Αν όμως κάποιος ή κάποια κλαίει σε εβδομαδιαία βάση ή συχνότερα, τότε ασφαλώς είναι κάτι που πρέπει να δει κάποιον ειδικό.
Κι αυτό όχι βέβαια γιατί μας πειράζει το κλάμα ως συμπεριφορά, αλλά γιατί είναι μία ισχυρή ένδειξη πως η ψυχή ταλαιπωρείται από κάτι βαθύτερο και σημαντικότερο.
Κύριε Παπαγεωργίου, αν νιώθω πιεσμένη επιτρέπεται ή μάλλον για να το πω καλύτερα, θα μου κάνει καλό να κλάψω;
Θα σου κάνει καλό να κλάψεις, ναι. Όμως σε δεύτερο χρόνο θα πρέπει να αναζητήσεις όλους εκείνους τους τρόπους που θα σε ανακουφίσουν και θα σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα αλλά και να αναζητήσεις, να εντοπίσεις την πραγματική και βαθύτερη ρίζα της πίεσής σου. Αυτής της πίεσης που σε κάνει να κλαις. Σε αυτή την αναζήτηση είναι πιθανό να μην μπορεί να τα καταφέρει κάποιος μόνος του.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι διευθυντής & επόπτης επιστημονικού προσωπικού στη Ψυχική Φροντίδα. Έχει σπουδάσει Ψυχολογία στην Αγγλία και έχει κάνει μεταπτυχιακή εκπαίδευση στην Ψυχολογία της Υγείας. Παρότι έχει λάβει αρχικά Συστημική εκπαίδευση, πλέον τον ελκύει η προσέγγιση Σχεσιακής Ψυχανάλυσης (Relational Psychoanalysis). Έχει μεγάλη εμπειρία στην παρακολούθηση και παροχή συμβουλών σε θεραπευόμενους με κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, χαρακτηρολογικές δυσλειτουργίες. Έχει συνιδρύσει την εταιρεία “Ψυχική Φροντίδα ΙΚΕ” (www.psychikifrontida.gr) και μεταξύ άλλων συμβουλεύει με εποπτικό ρόλο τούς επιστημονικούς συνεργάτες της “Ψυχικής Φροντίδας”. Η πλούσια εμπειρία του τον οδήγησε στη δημιουργία της πρώτης οργανωμένης μονάδας παροχής ψυχικής φροντίδας κατ’ οίκον στην Ελλάδα. Είναι μέλος των Group Analytic Society International και International Association for Relational Psychoanalysis & Psychotherapy (IARPP) – ΗΠΑ.