Στα επόμενα 3 λεπτά θα μάθεις:
-Γιατί πρέπει να αποφεύγεις το micromanagement.
-Τι ισχύει στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με έρευνα του Eurofound και του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), μόνο το ένα πέμπτο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων φαίνεται πως έχει βρει τον τρόπο να συνδυάσει επιτυχημένα την υψηλή απόδοση με το ιδανικό εργασιακό περιβάλλον και την ευημερία των εργαζομένων.
Ποιο είναι το κλειδί της επιτυχίας
Οι εταιρείες που έχουν πετύχει αυτόν τον συνδυασμό, μεταξύ άλλων, ενθαρρύνουν πρακτικές που αυξάνουν την αυτονομία του προσωπικού, προάγουν την εκπαίδευση και τη μάθηση μέσα από την εργασία και διευκολύνουν τον ενδοεταιρικό κοινωνικό διάλογο. Αυτό σημαίνει ότι επιτρέπουν στους εργαζομένους να δρουν χωρίς στενό έλεγχο, αποφεύγοντας το micromanagement, και δίνουν ευκαιρίες για εξέλιξη και συνεχή ανάπτυξη.
Αυτό αποκάλυψε η έρευνα, που συγκέντρωσε στοιχεία από 21.869 managers ανθρώπινου δυναμικού και 3.073 εργασιακούς εκπροσώπους στα 27 κράτη-μέλη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πραγματοποιήθηκε το 2019, αλλά λόγω του χαρακτήρα της προσφέρει -σύμφωνα με το cedefop- επίκαιρη πληροφορία για την πιθανή ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ εν μέσω πανδημικής κρίσης.
Συνολικά, η έρευνα αποκαλύπτει ότι υπάρχει θετικό εργασιακό κλίμα στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, βάσει των δηλώσεων των διευθυντικών στελεχών: πάνω από οκτώ στους δέκα μάνατζερ (84%) αξιολογούν ως «καλή» ή «πολύ καλή» τη σχέση μεταξύ διοίκησης και προσωπικού. Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις που ανήκουν στο “επιτυχημένο” 20%, συχνά εφαρμόζουν πρακτικές μάνατζμεντ που ενθαρρύνουν την αυτονομία των εργαζομένων, αποφεύγοντας το στενό έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση με τις οδηγίες του εργοδότη.
Ακόμα, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες ο κοινωνικός διάλογος είναι ισχυρός, καταγράφουν καλύτερες αποδόσεις και πετυχαίνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας για τους εργαζομένους: πάνω από τα δύο τρίτα (ποσοστό 70%) των μάνατζερ θεωρούν πως όταν οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στις αλλαγές που συμβαίνουν στον οργανισμό της επιχείρησης, μέσω του διαλόγου, αυτή αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με την έρευνα, η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του management, που υποστηρίζει τους εργαζομένους στην καλύτερη αξιοποίηση των δεξιοτήτων τους στον χώρο εργασίας και τους διευκολύνει να αποκτήσουν περισσότερα προσόντα, αποφέρει οφέλη και έξω από τον χώρο εργασίας, όπως χαμηλότερα κόστη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και αυξημένη συμμετοχή στα κοινά.
Τι ισχύει σε κάθε χώρα
-Σε επίπεδο κινήτρων των εργαζομένων, το 16% των μάνατζερ στην ΕΕ εκτιμά ότι τα κίνητρα προς το προσωπικό είναι λίγα ή και μηδαμινά. Το ποσοστό αυτών που πιστεύουν κάτι τέτοιο είναι πολύ χαμηλό -γύρω στο 3%- στη Δανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία και φτάνει κοντά στο 32% στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Κύπρο και την Τσεχία.
-Συνολικά το 21% των μάνατζερ στην ΕΕ των 27 αναφέρει ότι οι αναρρωτικές άδειες στην εταιρεία τους βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αυτό το ποσοστό ποικίλει σημαντικά ανά κράτος-μέλος, αφού κατεγράφη πολύ χαμηλό σε χώρες όπως η Ελλάδα (3%) και η Κύπρος (6%), φτάνοντας στο 41% στο Λουξεμβούργο και το 39% στη Γερμανία.
-Σημαντικό ποσοστό των μάνατζερ στην ΕΕ αξιολογεί ως αρκετά δύσκολη (51%) ή πολύ δύσκολη (26%) τη διαδικασία εξεύρεσης προσωπικού με τα κατάλληλα προσόντα. Τα σχετικά ποσοστά είναι υψηλότερα στη Σλοβακία (το 92% αξιολογεί ως αρκετά ή πολύ δύσκολη την εξεύρεση του κατάλληλου προσωπικού), τη Ρουμανία (90%) και τη Μάλτα (88%). Αντίθετα, τα ποσοστά των μάνατζερ που δηλώνουν πως δεν είναι πολύ ή και καθόλου δύσκολο να βρουν το κατάλληλο προσωπικό είναι υψηλότερα στη Δανία (44%), την Ελλάδα (43%) και τη Σλοβενία (36%).
-Περίπου το 40% των επιχειρήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ των 27 επενδύει μετρίως στους εργαζομένους και έχει αντίστοιχα μέτριες απαιτήσεις και προσδοκίες. Οι επιχειρήσεις αυτές συχνά κινητοποιούν τους εργαζομένους παρέχοντάς τους απαιτητική εργασία (69%), εμπνέοντάς τους με ένα ισχυρό όραμα (63%) και προσφέροντας ευκαιρίες για εκπαίδευση και επαγγελματική ανάπτυξη (57%). Το μοντέλο αυτό είναι πιο κοινό στις επιχειρήσεις της Ολλανδίας (59%) και της Δανίας (56%) και λιγότερο σύνηθες σε Ρουμανία (25%) και Σουηδία (27%).
-Το 29% των επιχειρήσεων στην ΕΕ των 27 εφαρμόζει το μοντέλο της υψηλής επένδυσης-υψηλών προσδοκιών. Στις επιχειρήσεις αυτές, οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες από τους εργαζόμενους είναι μεν υψηλές, αλλά ως αντάλλαγμα τούς παρέχονται μια σειρά από κίνητρα, όπως ευκαιρίες για εκπαίδευση και επαγγελματική ανάπτυξη (92%), ένα ισχυρό όραμα και αποστολή (97%), εργασία υψηλών απαιτήσεων που τους εμπνέει και τους κινητοποιεί (98%) και πρόσθετες οικονομικές απολαβές (57%). Το μοντέλο αυτό είναι συνηθέστερο στη Σουηδία (55%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (54%) και δεν το συναντάμε συχνά σε Λετονία (10%) και Εσθονία (14%).
-Το 17% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων έχει χαμηλές προσδοκίες. Η κατηγορία αυτή επιχειρήσεων απαντάται συχνότερα σε Ελλάδα (25%), Ιταλία και Ρουμανία (24%) και σπανιότερα σε Τσεχία και Δανία (αμφότερες 8%)
-Το 14% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων εφαρμόζει το μοντέλο «χαμηλή επένδυση-χαμηλές προσδοκίες». Οι εργαζόμενοι κινητροδοτούνται σπάνια ή καθόλου. Το μοντέλο αυτό απαντάται συχνότερα σε Λετονία (32%), Βουλγαρία και Πολωνία (και στις δύο περιπτώσεις στο 26% των επιχειρήσεων) και δεν είναι σύνηθες σε Μάλτα και Σουηδία (και στις 2 μόλις 2%).
Όπως δείχνουν τα νούμερα, χρειάζεται πολύς χρόνος και κόπος για να πετύχει τον ιδανικό συνδυασμό υψηλής απόδοσης και ευημερίας των εργαζομένων το σύνολο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Μάθετε περισσότερα για τα εταιρικά μας προγράμματα σήμερα.
Διάβασε ακόμα:
Έρευνα: Πόσο άλλαξαν οι προτεραιότητες των CEOs μετά την επέλαση του κορονοϊού
Νίκος Μοσχάτος: «Ως επικεφαλής ανθρώπινων πόρων, καλούμαστε να λειτουργήσουμε πέρα τα τετριμμένα»