Στα επόμενα 3 λεπτά θα μάθεις:

-Κατά πόσο είναι εφικτή η πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων.
-Ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου.


Η καρδιαγγειακή νόσος αφορά ένα σύνολο από πολλές σχετιζόμενες παθολογίες, που περιλαμβάνουν την στεφανιαία νόσο (CHD), εγκεφαλοαγγειακή νόσο, τις ρευματικές και συγγενείς καρδιοπάθειες, περιφερική αρτηριακή νόσο, και φλεβική θρομβοεμβολή. Υπολογίζεται ότι η καρδιαγγειακή νόσος ευθύνεται για το 31% των θανάτων παγκοσμίως, οι περισσότεροι εκ των οποίων αφορούν στην στεφανιαία νόσο και τα εγκεφαλικά επεισόδια. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υποστηρίζεται πως είναι εφικτή η πρόληψη των πρώιμων καρδιαγγειακών παθήσεων σε ποσοστό πάνω από το 75% και πως η βελτίωση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της καρδιαγγειακής νόσου. [1]

Σύμφωνα με τις επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας του 2021, συνιστάται συστηματική εκτίμηση ατόμων με οποιοδήποτε βασικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού ιστορικού πρόωρων καρδιαγγειακών νοσημάτων (ηλικία εμφάνισης κάτω των 55 ετών στους άντρες, και κάτω των 65 ετών στις γυναίκες), την υπέρταση, την παχυσαρκία, το κάπνισμα, τον σακχαρώδη διαβήτης και τη δυσλιπιδαιμία. Επίσης, αξίζει να ληφθεί υπόψη η συστηματική ή καιροσκοπική εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου στον γενικό πληθυσμό, ειδικότερα σε άνδρες> 40 ετών και σε γυναίκες> 50 ετών ή μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς γνωστούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. [2]

Ωστόσο, οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικάνικης Καρδιολογικής Εταιρείας για την πρωτογενή πρόληψη συνιστούν σε άτομα ηλικίας 40 έως 75 ετών τακτική αξιολόγηση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Ακόμη, σε άτομα ηλικίας 20 έως 39 ετών θεωρείται αιτιολογημένη η αξιολόγηση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου τουλάχιστον κάθε 4 έως 6 χρόνια. [3]

Παράγοντες κινδύνου

Η ικανότητα αναγνώρισης των ατόμων που κινδυνεύουν από καρδιαγγειακή νόσο επιτρέπει την τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου μέσω της πρωτογενούς πρόληψης. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν την πιθανότητα ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου ενός ατόμου. Οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τους τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. Πιο συγκεκριμένα, η προχωρημένη ηλικία, το φύλο, το οικογενειακό ιστορικό και η εθνικότητα αποτελούν τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου. Παράλληλα, υπάρχουν και οι τροποποιήσιμοι παράγοντες οι οποίοι αφορούν κυρίως στον τρόπο ζωής και τις φαρμακολογικές παρεμβάσεις και οι οποίοι έχουν αποδειχθεί ότι επηρεάζουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται η υπέρταση, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η διατροφή, η άσκηση, τα επίπεδα χοληστερόλης, η κατανάλωση αλκοόλ και ο σακχαρώδης διαβήτης. [1]

Η τροποποίηση του καρδιαγγειακού κινδύνου ενός ατόμου στηρίζεται κυρίως στην αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου του ατόμου. [1] Η πρωτογενής πρόληψη ενισχύει την υιοθέτηση και εφαρμογή υγιεινών τρόπων ζωής οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων καθώς και της θνητότητας που αυτοί επιφέρουν. [2]

Πώς η διατροφή προστατεύει την υγεία της καρδιάς

Τα αποτελέσματα μελετών της τελευταίας δεκαετίας έδειξαν ότι αλλαγές στη διατροφή μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση τόσο της νοσηρότητας όσο και της θνητότητας, οι οποίες είναι αποτέλεσμα καρδιαγγειακών παθήσεων. [1] Η σωστή και ισορροπημένη διατροφή θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μέτρα πρόληψης των καρδιαγγειακών ασθενειών. Τόσο η Ευρωπαϊκή όσο και η Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταιρεία συνιστούν την υιοθέτηση μιας διατροφής βασιζόμενης στη Μεσογειακή δίαιτα. Ειδικότερα, συνίσταται η επαρκής κατανάλωση τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες όπως φρούτων, λαχανικών, ξηρών καρπών, οσπρίων, δημητριακών ολικής αλέσεως. Επίσης, η κατανάλωση κυρίως λιπαρών ψαριών συνίσταται μια φορά την εβδομάδα. Η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με μονο-/πολυακόρεστα λιπαρά έδειξε ότι συμβάλλει στην μείωση των παραγόντων κινδύνου. Παράλληλα, προτείνεται η μέτρια πρόσληψη ή και αποφυγή του κόκκινου κρέατος, των επεξεργασμένων κρεάτων, καθώς και των αναψυκτικών με υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης. Σημαντική επίσης θεωρείται η ελάττωση του αλατιού σε λιγότερο από 5-6 γραμμάρια ημερησίως. [2], [3], [1]

Όσον αφορά στην κατανάλωση αλκοόλ, αυτή περιορίζεται σε 1 ποτήρι αλκοόλ την ημέρα για τις γυναίκες και 1-2 ποτήρια αλκοόλ την ημέρα για τους άντρες, αν και μελέτες έδειξαν ότι τα οφέλη του αλκοόλ στο καρδιαγγειακό σύστημα είναι εμφανή σε ποσότητες μικρότερες από τις συνιστάμενες. [1]

Η διακοπή του καπνίσματος αποτελεί το κυριότερο μέτρο πρόληψης παθήσεων του καρδιαγγειακού συστήματος. Συνίσταται αυστηρά η διακοπή όλων των προϊόντων καπνού με σκοπό την μείωση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου. [2] Αξίζει να επισημανθεί ότι η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να επιτευχθεί με αρκετές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων της διαμόρφωσης υγειών συμπεριφορών αλλά και φαρμακευτικών παρεμβάσεων. Εξίσου σημαντικό μέτρο πρόληψης είναι η αποφυγή του παθητικού καπνίσματος. [3]

Πολυάριθμα είναι τα οφέλη της συχνής σωματικής άσκησης για την υγεία και ιδιαίτερα για τη φυσιολογική διατήρηση και βελτίωση του καρδιαγγειακού συστήματος. Συνεπώς, προτείνεται οι ενήλικες να συμμετέχουν εβδομαδιαίως σε κάποια μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα για τουλάχιστον 150 λεπτά ή εναλλακτικά για 75 λεπτά έντονης αεροβικής άσκησης εβδομαδιαίως. [3]

Η διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα [δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ): 20-24.9] συμβάλλει σημαντικά στην μείωση βασικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου όπως της αρτηριακής πίεσης και των υψηλών επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Ειδικότερα, η μείωση του σωματικού βάρους αφορά κυρίως άτομα υπέρβαρα ή παχύσαρκα, και μπορεί να επιτευχθεί με τον σωστό συνδυασμό δίαιτας χαμηλής θερμιδικής αξίας και σωματικής άσκησης. [1] Η αρχική μείωση του σωματικού βάρους επιτυγχάνεται με την αυξημένη αερόβια σωματική άσκηση για περισσότερο από 150 λεπτά την εβδομάδα, το οποίο αντιστοιχεί σε περισσότερο από 30 λεπτά ημερησίως. Η πρόσληψη ημερήσιων θερμίδων για τα παχύσαρκα άτομα έχει οριστεί για τις γυναίκες στις 1200-1500 θερμίδες ημερησίως και στους άντρες στις 1500-1800 θερμίδες ημερησίως. Η αναγνώριση των ατόμων με σημαντικά αυξημένο σωματικό βάρος επιβεβαιώνεται με τον υπολογισμό του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος οφείλεται να γίνεται ετησίως. [3]

Η σύσταση για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 εστιάζει στη συνεχή τήρηση ενός διατροφικού προγράμματος βασισμένου στην Μεσογειακή δίαιτα, στη μείωση του σωματικού βάρους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, καθώς και στην βελτίωση άλλων παραγόντων κινδύνου που πιθανότατα συνυπάρχουν. Η ελαχιστοποίηση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου και των πιθανών μικροαγγειακών επιπλοκών είναι εφικτή σε επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) μικρότερων του 7%. Επίσης, η τακτική σωματική άσκηση των ατόμων με διαβήτη τύπου 2 μπορεί να συμβάλλει σε σημαντική μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c). Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται οι ενήλικες με διαβήτη τύπου 2 να συμμετέχουν εβδομαδιαίως σε κάποια μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα για τουλάχιστον 150 λεπτά ή εναλλακτικά για 75 λεπτά έντονης αεροβικής άσκησης εβδομαδιαίως. Εκτός από την φυσική δραστηριότητα, πολλές φαρμακευτικές παρεμβάσεις επιφέρουν αποτελεσματική ελάττωση των υψηλών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. [3] [1]

Η ελάττωση της ‘κακής’ χοληστερίνης (LDL-c) θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς συμβάλει στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία θέτει ως στόχο τα επίπεδα της LDL-c <55 mg/dL σε ασθενείς πολύ υψηλού κινδύνου με δυσλιπιδαιμία και LDL-c <100 mg/dL σε ασθενείς μέτριου καρδιαγγειακού κινδύνου. Ο στόχος των επιπέδων της ‘κακής’ χοληστερίνης σε ασθενείς χαμηλού κινδύνου είναι LDL-c <116 mg/dL. Η επίτευξη αυτών των στόχων γίνεται με την υιοθέτηση ενός κατάλληλου διατροφικού πλάνου καθώς και την ανάλογη θεραπευτική παρέμβση. [4]

Αναφορικά με τους θεραπευτικούς στόχους της αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς με υπέρταση κάτω των 60 ετών, η συστολική πίεση (SBP) συνίσταται μικρότερη από 140mmHg και η διαστολική πίεση (DBP) μικρότερη από 90mmHg. Ομοίως, για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και υπερτασικούς ασθενείς κάτω των 80 ετών. [5] Ωστόσο, η έναρξη της αντιυπερτασιακής αγωγής για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου γίνεται αφού έχουν προηγηθεί προηγουμένως άλλες παρεμβάσεις, με κυριότερη αυτή της αλλαγής τρόπου ζωής. [2]

References

[1] J. Stewart, K. Addy, S. Campbell and P. Wilkinson, “Primary prevention of cardiovascular,” JRSM Cardiovascular Disease disease: Updated review of contemporary guidance and literature, vol. 9, pp. 1-12, 2020.

[2] F. L. Visseren, F. Mach, Y. M. Smulders, D. Carballo, K. C. Koskinas, M. B€ack, A. Benetos, A. Biffi and J.-M. Boavida, “2021 ESC Guidelines on cardiovascular disease prevention in clinical practice,” European Heart Journal, vol. 00, pp. 1-111, 2021.

[3] D. K. Arnett, R. S. Blumenthal, M. A. Albert, A. B. Buroker, Esq†, Z. D. Goldberger, E. J. Hahn and C. D. Himmelfarb, “2019 ACC/AHA Guideline on the Primary Prevention of Cardiovascular Disease: A Report of the American College of Cardiology/American Heart Association Task Force on Clinical Practice Guidelines,” Circulation, vol. 140, no. 11, p. 596–646, 2019.

[4] D. Atar, J. W. Jukema, B. Molemans, P. R. Taub , S. Goto, F. Mach and C. CerezoOlmos, “New cardiovascular prevention guidelines: How to optimally manage dyslipidaemia and cardiovascular risk in 2021 in patients needing secondary prevention?,” Atherosclerosis, vol. 319, pp. 51-61, 2021.

[5] G. D. Backer, “Prevention of cardiovascular disease: recent achievements and remaining challenges,” e-Journal of Cardiology Practice, vol. 15, 2017.

Για να λαμβανεις τα καλύτερα άρθρα μας στο email σου, γράψου στο Newsletter μας.

Διάβασε ακόμα:

Ναι! Η ευεξία έχει αξία

Κέντρο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευεξία θα ιδρυθεί στο ΑΠΘ

Author(s)

  • Δημήτρης Χατζής, MD, PhD

    Καρδιολόγος, επ. Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Clinical hypertension specialist (ESH)

    Ο καρδιολόγος Δημήτριος Χατζής γεννήθηκε στο Θέρμο Αιτωλ/νίας το 1974. Αποφοίτησε από το Γενικό Λύκειο Θέρμου με βαθμό «άριστα» και κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών το έτος 1993 και αποφοίτησε το έτος 1999 με βαθμό «Λίαν Καλώς». Υπηρέτησε ως αγροτικός ιατρός στο Κ.Υ. Βόνιτσας το έτος 2000 και εν συνεχεία υπηρέτησε ως οπλίτης ιατρός τη στρατιωτική του θητεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λήμνου. Κατά τη χρονική περίοδο 2002 – 2004, ειδικεύθηκε στην εσωτερική παθολογία και κατά την περίοδο 2005 – 2009 ειδικεύθηκε στην καρδιολογία στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου νοσοκομείου Αθηνών. Έλαβε τον τίτλο της ειδικότητας της καρδιολογίας τον Σεπτέμβριο του 2009 και έκτοτε διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στη διεύθυνση Λ. Συγγρού 76, Αθήνα. Επίσης, έχει θέση επιστημονικού συνεργάτη/λέκτορα στην ιατρική σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου διδάσκει το μάθημα της καρδιολογίας. Είναι ακόμη μέλος της ιατρικής ομάδας της ΠΑΕ ΠΑΟ, υπεύθυνος για τον καρδιολογικό έλεγχο των αθλητών. Τέλος, διατηρεί συνεργασία με διάφορα ιδιωτικά νοσοκομεία με σκοπό την πληρέστερη και ολοκληρωμένη εξυπηρέτηση των ασθένων του. Είναι αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών με αντικείμενο της διατριβής του την υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση των υπερτασικών ασθενών στα αρχικά στάδια της νόσου. Ακόμη, είναι εξειδικευμένος στην επεμβατική καρδιολογία και πρόσφατα αναγνωρίστηκε επισήμως ως ειδικός στην αρτηριακή υπέρταση (Clinical Hypertension Specialist) από την ευρωπαϊκή εταιρία υπέρτασης (European Society of Hypertension). Επίσης, συγκαταλέγεται στην λίστα των ειδικών καρδιολόγων με πλήρη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος (Full Registration With a License to Practice) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει υπάρξει υπότροφος του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας τα έτη 2005 – 2007 και είναι συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών άρθρων σε έγκριτα ξένα και ελληνικά ιατρικά περιοδικά. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε σειρά ελληνικών και ξένων καρδιολογικών συνεδρίων ως ομιλητής Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Επεμβατικής Καρδιολογίας, της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Αντιυπερτασικής Εταιρείας, της Ελληνικής Αγγειολογικής Εταιρείας και της Ομάδας Εργασίας Αιμοδυναμικής και Επεμβατικής Καρδιολογίας.